THE HANGOVER PART III
Σκηνοθεσία: Τοντ Φίλιπς
Παίζουν: Μπράντλεϊ Κούπερ, Ζακ Γαλιφιανάκης, Εντ Χελμς, Κεν Τζέονγκ, Χέδερ Γκράχαμ, Τζάστιν Μπάρθα, Τζον Γκούντμαν
Διάρκεια: 100′
ΝΑΤΑΛΙ, ΣΙΝΕ ΠΑΝΟΡΑΜΑ, ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ 1&3&5&7, STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1&9&10&11, VILLAGE COSMOS 5&6&7&9&11
Μεταφέρω από το dictionary τη μετάφραση της λέξης hangover: «Τα δυσάρεστα φυσικά επακόλουθα, όπως η έντονη κεφαλαλγία, οι στομαχικές διαταραχές και η μερική απώλεια μνήμης, που παρατηρούνται ακόμη και αρκετές ώρες μετά την κατανάλωση μεγάλης ποσότητας αλκοόλ». Συμφωνούμε; Έρχομαι τώρα εγώ ο κακοπροαίρετος και ρίχνω το ερώτημα στους τέσσερις επιμελητές του σεναρίου του δεύτερου σίκουελ της φημισμένης σειράς. Σε ποιο ακριβώς σημείο του έργου (εκτός από τα τελικά credits!!!) συνέβη κάτι τέτοιο, σαν το προαναφερθέν hangover και δεν το πήρα χαμπάρι; Θα μου απαντήσεις εσύ ο καλός φαν του σίριαλ, πως στο νούμερο ΙΙ η βασική διαμαρτυρία όλων ήταν που αποτέλεσε ακριβές αντίγραφο του ορίτζιναλ, τι να βλέπαμε για τρίτη φορά, μια από τα ίδια; Όχι βέβαια. Απλά, μέσα από αυτήν τη χωρίς την παραμικρή ταυτότητα, εκτός θέματος και ο Θεός να την κάνει κωμωδία, έγινε αντιληπτό τοις πάσι, πως μια από τις εξυπνότερες, πιο πιασάρικες και διασκεδαστικότερες φιλμικές ιδέες, στα χέρια του στούντιο που γυαλίζει το μάτι του για παράδες, μπορεί να καταντήσει αφόρητα αδιάφορη…
Ο αιφνίδιος θάνατος του (όχι και τόσο λατρεμένου) πατέρα του θα προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερες ζημιές στον ψυχικό κόσμο του ήδη διαταραγμένου Άλαν, συνεπώς έφτασε η ώρα για την παρέα του να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να τον πείσει να νοσηλευτεί, για το καλό του, σε κλινική αποκατάστασης. Το ταξίδι της τετραμελούς κομπανίας για το ίδρυμα δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ, αφού στον δρόμο τους θα δεχτούν επίθεση από γκάνγκστερ, που αφού απαγάγουν τον συνήθη… όμηρο Νταγκ, θα απαιτήσουν από τους υπόλοιπους να εντοπίσουν τα ίχνη του αρχιμαφιόζου απωανατολίτη κολλητού τους, Κυρίου Τσόου, ο οποίος μόλις το έσκασε από την φυλακή, να του αφαιρέσουν τις μυθικής αξίας πλάκες χρυσού που έκλεψε από τον διαβόητο μαφιόζο Μάρσαλ και να τις επιστρέψουν στον κάτοχό τους. Αλλιώς, κανείς τους δεν πρόκειται να βγει ζωντανός…
Συναγερμός εν αιθρία όμως αυτή τη φορά, αφού οι κομπανιέροι δεν βρίσκονται σε κατάσταση σκοτοδίνης, απόρροια της χρήσης παράνομων ουσιών και ρούφις, αλλά νηφάλιοι μπορούν να θέσουν σε εφαρμογή το πλάνο της δράσης τους, που θα τους οδηγήσει μέχρι τον εκκεντρικό Κινέζο απατεώνα. Η πυξίδα δείχνει Νότο και μάλιστα πέρα από τα σύνορα, προς Τιχουάνα μεριά, εκεί που συχνάζει εσχάτως ο σχιστομάτης Αρσέν Λουπέν, συνεπώς, η περιπέτεια περιμένει την ασύνταχτη ομάδα στο Μέχικο, εκεί που όλα επιτρέπονται και κανένας νόμος δεν ισχύει. Μόνο που θέλει και ολίγη από εξυπνάδα για να φέρεις τούμπα τον λωποδύτη, να κουλαντρίσεις και τους πάνοπλους διώκτες του Βαρόνου (ίσως η μοναδική ρολιστική παρέμβαση του Τζον Γκούντμαν που στέφεται από ολοκληρωτικό fail) και από αυτή το εναπομείναν τρίο, δεν διαθέτει ούτε για δείγμα.
Δίχως λοιπόν να ακολουθεί το γνώριμο πατρόν, του γινόμαστε ντίρλα και ψάχνουμε να βρούμε τι συνέβη την προηγούμενη νύχτα, που ουσιαστικά απέδωσε στο «Hangover» το μετάλλιο της ξεχωριστής buddy comedy, το τελευταίο μέρος της διαβόητης τριλογίας ρίχνει την αυλαία επιλέγοντας να διαβεί μονοπάτια περισσότερο εκρηκτικά, εφετζίδικα και με αμφίβολα αστείο προορισμό. Το ανατρεπτικό χιούμορ δίνει την σκυτάλη στην ανεξέλεγκτη βία, χωρίς συγκεκριμένο λόγο, στερώντας από το φινάλε την κορύφωση που θα περίμεναν οι αμέτρητοι φανς. Δεδομένα ο Φίλιπς, με πολλούς περισσότερους πόρους στην τσέπη, δεν ρίχνει το βάρος του στην έμπνευση, χάνει τα γκέμια και τον έλεγχο και μόνο μια, δυο σεκάνς, που λειτουργεί πιότερο το εκφραστικό ταλέντο των ερμηνευτών και λιγότερο η σεναριακή ευστοχία αξίζουν για να θυμάται κανείς από τον επίλογο.
Ουσιαστικά τα πάντα κτίζονται πάνω στην ράθυμη και φευγάτη ατραξιόν του ογκώδη μουσάτου, που το trade mark της ανήκει δικαιωματικά στον δικό μας Ζακ, με τους δύο έτερους (και εξίσου χιουμοριστικούς στα περασμένα τεύχη Χελμς και Κούπερ) συντρόφους του, χωρίς πολλές εξηγήσεις να περνούν σε δεύτερο πλάνο, δίνοντας πολύ περισσότερο χρόνο συμμετοχής στον Κεν Τζέονγκ, που ως κακέκτυπο του κιτς Γκάνγκαμ Στάιλ, δεν βγάζει όχι γέλιο, άλλα ούτε χαμόγελο. Συνεπώς, η ομήγυρη που πέτυχε να γράψει ιστορία ως μια από τις πλέον επιτυχημένες κωμικές ενώσεις της μετά μιλένιουμ εποχής, μας αφήνει χρόνους όχι με κάποια απογοήτευση, αφού λίγο έως πολύ ήταν αναμενόμενο πως ποτέ δεν θα έφτανε στα επίπεδα της πρώτης φοράς, αλλά δίχως να φροντίσει να διατηρήσει σε κάποια υποτυπώδη στάνταρντ την αστεία φήμη που την συνοδεύει. Κι όμως, το ένα έξτρα λεπτό της παράτασης, απέδειξε πως οι Wolf Pack θα μπορούσαν να πετύχουν μαζί πολλά περισσότερα στο ως μη γενόμενο τρίτο τους ραντεβού…
Αξιολόγηση: ** (2)
Γιώργος Ζερβόπουλος
(αναδημοσίευση από το www.moviesltd.gr)