The Killing of a sacred deer
«Ο θάνατος του ιερού ελαφιού»
Δραματική ταινία αγγλο-ιρλανδικής παραγωγής 2017
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Πρωταγωνιστούν: Colin Farell, Nicole Kidman, Alicia Silverstone, Barry Keoghan, Raffey Cassidy κ.α.
Βαθμολογία: 4/5
Υπόθεση: Ένας χαρισματικός χειρούργος βρίσκεται στο μεγαλύτερο δίλημμα της ζωής του, όταν
κάποιος νεαρός τύπου προστατευόμενος του χάνει τον έλεγχο της λογικής και της συναισθηματικής
σκέψης του βάζοντας τον να θυσιάσει ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας του σαν μια αλλόκοτη
απονομή δικαιοσύνης για το θάνατο του δικού του πατέρα.
Ίσως είναι η πιο αντισυμβατική κριτική μου για μία ταινία που «διχάζει» το κοινό, κυρίως αναφορικά με τη θεματική που διαπραγματεύεται. Ανέκαθεν πάντως πίστευα στον κινηματογράφο που δημιουργεί αντιφατικά συναισθήματα, καθώς ταινίες σχεδόν καθολικής αποδοχής από κοινό διαφορετικών νοοτροπιών, γνώσεων και κοινωνικών προκαταλήψεων δεν προσδίδουν την έννοια της αληθινής κινηματογράφησης. Διότι η αντιγραφή μίας ίδιας θεματικής με παραλλαγές και ως επί το πλείστον «ευτυχισμένο τέλος» απλά αναπαράγει την ψυχαγωγική ιδέα, στέκεται όμως ως αντίβαρο στην εξέλιξη του κινηματογράφου γενικότερα και της ανθρώπινης σκέψης ειδικότερα.
[wp_ad_camp_1]
Ο Γιώργος Λάνθιμος αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα σκηνοθέτη, ο οποίος «τολμά» να αγγίξει θέματα που άλλοι σκηνοθέτες δεν τολμούν φοβούμενοι ίσως τις κοινωνικές αντιδράσεις, αλλά και τα εξελίσσει με τέτοιο τρόπο δημιουργώντας έντονα συναισθήματα στους θεατές, κάτι το οποίο σαφώς αποδίδει εύσημα στον σκηνοθέτη, σε σχέση με ταινίες που αφήνουν ένα συναίσθημα αδιαφορίας και πλήξης. Αυτό όμως που τον εξυψώνει σε έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, είναι η ικανότητα του να μεταφέρει το ταλέντο του και εκτός συνόρων πείθοντας μεγάλα ονόματα του διεθνούς κινηματογραφικού star system (Colin Farell, Nicole Kidman, Rachel Weisz, Lea Seydoux κ.α.) να δείξουν ενδιαφέρον συμμετέχοντας στις ταινίες του και θέτοντας εαυτόν και ταινίες του στην παγκόσμια διαγωνιστική τροχιά με αποκορύφωμα τα Οσκαρ. Στην προκειμένη ταινία συνεργάζεται για δεύτερη φορά με τον Colin Farell (μετά τον «Αστακό») και ακολουθώντας την προσφιλή τακτική του σεναριακά θέτει ξανά «κανόνες» στον ήρωα του Farell, προκειμένου να τον οδηγήσει στην προσωπική λύτρωση με όποιο κόστος στον επίλογο της ταινίας. Ο οποίος Farell δείχνει να «εθίζεται» σε ταινίες ανθρωπίνων διλημμάτων, αν αναλογιστεί κανείς τη συμμετοχή του στην ταινία “Cassandra’s Dream” του Γούντι Άλεν. Μόνο που το δίλημμα αυτή τη φορά είναι δύσκολο να αναμετρηθεί με την προσωπική απληστία, ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης λογικής και ευαισθησίας και προκαλεί αντιδράσεις για την «ανομία» της ιδέας. Ποιος όμως μας λέει ότι η ίδια η σκέψη απαγορεύεται να σκεφτεί το «επονείδιστο»; Η ίδια η ζωή στην πιο σύγχρονη εξέλιξη της μας καλεί να είμαστε σε ετοιμότητα για κάθε μορφή ακραίας συμπεριφοράς. [wp_ad_camp_1]
Σκηνοθετικά η ταινία διακρίνεται για την αρτιότητα της, οι πρωταγωνιστές της λειτουργούν στην πλειοψηφία τους με ένα αποδυναμωμένο τρόπο έκφρασης ερμηνευτικά, τρόπον τινά ως δείγμα υποταγής στην ανωτερότητα αυτού που δεν μπορούν να ελέγξουν. Ίσως στο τέλος της ταινίας να λείπουν οι απαντήσεις όχι τόσο για τις αντιδράσεις των ηρώων, αλλά για τη δύναμη που έχει μία απειλή να υλοποιηθεί και τη ρεαλιστικότητα αυτής. Ίσως όμως αυτή η «παράλειψη» να ενισχύει το μύθο και να επιτάσσει στο μυαλό να κάνει τη δική του υπέρμετρη διαδρομή στα όρια της ανθρώπινης ανοχής και αντοχής. Κλείνοντας, δεν μπορούμε παρά να «θαυμάσουμε» τη λεκτική ιδιαιτερότητα του πρωτότυπου τίτλου, καθώς η λέξη “deer” (ελάφι) αποκλείει ελαφρά στην προφορά από τη λέξη “dear” (αγαπημένος) και με την αλλαγή ενός γράμματος αποτελεί την πιο έξυπνη αλληγορία για το παρόν δίλημμα σκέψης του ήρωα της αλλά και καθενός θεατή που θα βρεθεί νοητικά στη θέση του.
ΕΥΤΥΧΙΑ Χ. ΚΟΚΚΙΝΗ