Ο Έντι Μίλερ (Άρθουρ Φραντζ) είναι ένας μοναχικός άντρας σε μια πολυπληθή, μοναχική πόλη, που διαλέγει τους ανώνυμους θηλυκούς στόχους του ως επί το πλείστον χωρίς προμελέτη. Η τύχη παίζει σημαντικό ρόλο στο θανατηφόρο παιχνίδι αυτού του δολοφόνου γυναικών, του οποίου ο κύριος αντίπαλος είναι ένας κουρασμένος κι απογοητευμένος από τη ζωή αστυνομικός ονόματι… Κάφκα.
Η ταινία (ίσως η καλύτερη του Ντμίτρικ) κάνει ιδιοφυή χρήση της τοπογραφίας του Σαν Φρανσίσκο – οι κεκλιμένοι, σκοτεινοί, άδειοι δρόμοι του Τέλεγκραφ Χιλ δένουν ιδανικά με τα μακρά σε διάρκεια και γεμάτα αγωνία πλάνα που καταλήγουν σε ένα μοναδικό, θανάσιμο πυροβολισμό κάθε φορά. Οι δολοφονίες, κινηματογραφημένες σε μια ποικιλία φυσικών χώρων, έχουν όλες τους μια αίσθηση αναπόφευκτου, με το όπλο να ελέγχει ολοκληρωτικά τον ελεύθερο σκοπευτή, μέχρι την πυρετώδη, αναμενόμενη εκτόνωση. Οι σεξουαλικοί συμβολισμοί είναι πανταχού παρόντες, όπως επίσης κι οι ενδείξεις κακομεταχείρισης του Έντι όταν ήταν παιδί.
Ο ευφυής, βλοσυρός ψυχίατρος (Ρίτσαρντ Κάιλι) ενσαρκώνει τη φωνή της λογικής, επιζητώντας μια καλύτερη και προσφορότερη εφαρμογή της επιστήμης του στις αστυνομικές έρευνες. Η τεχνική του θα γινόταν αργότερα γνωστή – και ευρέως σεβαστή – ως «προφάιλινγκ» αλλά οι αστυνομικοί στην ταινία αντιμετωπίζουν τις περισσότερες παρατηρήσεις του ψυχιάτρου με κοροϊδευτικά σχόλια, παρουσιάζοντάς τον από πομπώδη μέχρι κι ελαφρά ανόητο.
Το νουάρ αυτό αναμενόμενα υιοθετεί μια ψυχρή, αντικειμενική, σχεδόν ντοκουμενταριστική προσέγγιση, η οποία διατηρεί το βασικό μυστήριο του Έντι Μίλερ. Η ταινία καταλήγει με ένα κοντινό πλάνο που θα μείνει για καιρό στο μυαλό του θεατή, με το δολοφόνο να κρατά σφικτά το όπλο-φετίχ του, ενώ δάκρυα τρέχουν στο – κατά τα άλλα παράξενα ανέκφραστο – πρόσωπό του. Τούτη είναι μια βωβή κραυγή για βοήθεια : «τι κάνατε για να με σταματήσετε;» – τόσο συγκινητική και δυνατή όσο κι οι σφοδρές κραυγές του Πέτερ Λόρε στο «Μ».
Oliver Eyquem (Μετάφραση : Δέσποινα Βενέτη)