Αξίζει ένας σταθμός του μετρό περισσότερο από το μέλλον της πόλης;
Τη μοναδική ευκαιρία που της δίνεται για να αναδειχθεί σε τουριστικό προορισμό παγκόσμιας εμβέλειας κινδυνεύει να χάσει η Θεσσαλονίκη, εάν επικρατήσει τελικά η στυγνή τεχνοκρατική λογική της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ ΑΕ για τη μεταφορά του ρωμαϊκού και βυζαντινού κέντρου της πόλης στο στρατόπεδο Παύλου Μελά (!) ή οπουδήποτε αλλού μπορεί να προτείνει ο κάθε ευφάνταστος γραφειοκράτης ή “τοπικός παράγων”. Κι αυτό για να μην αναζητήσει κανείς μια πολύ απλή λύση, όπως την κατάργηση του σταθμού της Βενιζέλου, όταν μάλιστα ο επόμενος (ο σταθμός Αγίας Σοφίας) απέχει μόλις 400 μέτρα…
Εδώ, μάλιστα, δεν μιλάμε για μεμονωμένα ευρήματα (έστω και χρυσά στεφάνια), αλλά για τη διασταύρωση των δυο κυριότερων οδικών αξόνων της πόλης από τον 4ο έως τον 18ο αιώνα, που -σε συνδυασμό με τις πολυάριθμες βυζαντινές εκκλησίες της και το μοναδικό στον κόσμο βυζαντινό λουτρό, ου βρίσκεται στο Κουλέ Καφέ- θα μπορούσε να αποτελέσει έναν “βυζαντινό κήπο” για όλη την Ευρώπη, εφάμιλλο (αν όχι ανώτερο) από την ίδια την Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα με τον κύριο Πάολο Ντορίκο, καθηγητή Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Νοτιοευρωπαϊκών Σπουδών στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Παρισιού. Ο ίδιος, αφού επισκέφτηκε την ανασκαφή, δήλωσε σε ραδιοφωνική του συνέντευξη ότι ένιωσε το ίδιο ακριβώς συναίσθημα που είχε νιώσει όταν βρέθηκε για πρώτη φορά στην Πομπηία!
Η μεγάλη μαρμαροστρωμένη οδός -η Decumanus Maximus των ρωμαϊκών χρόνων και αργότερα η Μέση Οδός των βυζαντινών- συναντούσε στο σημείο αυτό τον άλλο κεντρικό οδικό άξονα της πόλης, που οδηγούσε από το βορρά στο νότο, σ’ ένα σταυροδρόμι που το σηματοδοτούσε ένα κλειστό τετράπλευρο κτίσμα του τύπου της μεταγενέστερης αψίδας του Γαλερίου, δηλαδή της Καμάρας. Ο δρόμος που έχει αποκαλυφθεί σε μήκος περίπου 80 μέτρων και σε όλο του το πλάτος είναι στρωμένος με μαρμάρινες πλάκες πάχους 15 εκατοστών, ενώ σώζονται και ίχνη κτισμάτων, επτά βάσεις κιόνων, ένα οικοδόμημα με βρύση στο κέντρο, καθώς και τα ίχνη μιας πλατείας. Έχουν βρεθεί επίσης 221 χάλκινα νομίσματα, καθώς και αξιόλογα δείγματα εμφιαλωμένων βυζαντινών αγγείων εξαιρετικής ποιότητας, ενώ έχει αποκαλυφθεί και τμήμα του θαυμαστού δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης της αρχαίας πόλης.
Όλα αυτά τα αγνοεί πιθανόν το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), που εδρεύει βέβαια στην Αθήνα και δεν έχει επισκεφτεί ως σήμερα την ανασκαφή, το οποίο συμφωνεί με την ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ για τη μεταφορά των ευρημάτων. Η εταιρεία, από τη μεριά της, επισείει τον κίνδυνο της ματαίωσης του έργου, ενώ διαδίδει και εφιαλτικά σενάρια -επιστημονικής φαντασίας κυριολεκτικά- σχετικά με τις συγκοινωνιακές και κυκλοφοριακές επιπτώσεις που θα έχει στην πόλη η κατάργηση του σταθμού Βενιζέλου. Όσο γι’ αυτούς που προβάλλουν σήμερα την ταλαιπωρία των επαγγελματιών και εμπόρων της περιοχής, κανείς δεν σκέφτηκε να τους ρωτήσει αν προτιμούν την πάση θυσία κατασκευή του σταθμού από τη δημιουργία ενός μοναδικού αρχαιολογικού πάρκου, που σίγουρα θα αποτελέσει πόλο έλξης επισκεπτών, με τα ανάλογα ευεργετικά αποτελέσματα για τις επιχειρήσεις τους.
Και, βέβαια, κανείς δεν ρώτησε -όχι μόνο τους Θεσσαλονικείς, αλλά και τους συγκοινωνιολόγους και τους αρχαιολόγους- στα τέλη της δεκαετίας του 1980, εάν έπρεπε η πόλη να αποκτήσει μετρό, όπως επιθυμούσε ο τότε Δήμαρχος κ. Σωτήρης Κούβελας, ή να προσανατολιστεί σε άλλες πιο ήπιες λύσεις για την αντιμετώπιση του κυκλοφοριακού της προβλήματος, όπως (για παράδειγμα) η αποθάρρυνση της άναρχης κυκλοφορίας των ιδιωτικών αυτοκινήτων ή η κατασκευή ενός τραμ, σαν αυτό που εξυπηρετεί πολλές ευρωπαϊκές πόλεις με πληθυσμό ίσο ή μεγαλύτερο της Θεσσαλονίκης.
Αξίζει ίσως εδώ να θυμίσουμε ότι οι ενστάσεις των αρχαιολόγων και η ευαισθησία του τότε Υπουργού Μακεδονίας – Θράκης, κ. Στέλιου Παπαθεμελή, ματαίωσαν τη δημιουργία υπόγειου πάρκινγκ στην πλατεία Διοικητηρίου, εκεί όπου ανακαλύφθηκε άλλος ένας σημαντικός αρχαιολογικός χώρος, το εμπορικό κέντρο της πόλης από την εποχή του Κασσάνδρου ως και τους χρόνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μέσα στη σημερινή μνημονιακή θύελλα, δεν είναι εύκολο να ζητά κανείς ψυχραιμία από τους πολίτες ούτε να τους παροτρύνει να εμπλακούν στην προσπάθεια της διάσωσης της ιστορικής μνήμης και κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης, κάτι που ίσως τους φαίνεται αμελητέο μπροστά στα άμεσα -και συχνά πιεστικά- προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Όμως, η μελλοντική “ανάσα” για τους ίδιους και η προοπτική μιας καλύτερης ζωής για τα παιδιά τους συνδέεται με το μέλλον της πόλης τους. Και σίγουρα δεν είναι το ίδιο να φυτοζωεί μια πόλη ως “πρωτεύουσα των Βαλκανίων” (των ποιων;) με το να καθιερώσει την ταυτότητά της ως η μοναδική βυζαντινή πόλη της Ευρώπης. Αυτή είναι μια αισιόδοξη προοπτική, που ενισχύεται και από το γεγονός ότι υπάρχουν ευήκοα ώτα στο Δημοτικό Συμβούλιο, καθώς και από την εκστρατεία που έχει ήδη ξεκινήσει στο εξωτερικό από τους φίλους της Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης ειδικότερα, τους βυζαντινολόγους και όλους όσους πιστεύουν στην αξία της ιστορικής μνήμης.
Ελένη Ανδρικοπούλου