(TYRANNOSAUR)
Σκηνοθεσία: Πάντι Κονσιντάιν
Παίζουν: Πίτερ Μιούλαν, Ολίβια Κόλμαν, Έντι Μάρσαν, Πολ Πόπλγουελ, Νεντ Ντένεχι
Διάρκεια: 91’
Αξιολόγηση: ****
Ένας θυμωμένος μεθύστακας βγαίνει από παρακμιακή παμπ παραπατώντας και βρίζοντας. Δεμένο εκεί έξω έχει και το σκυλί του, που κάνει το λάθος να του γαβγίσει. Θα είναι η τελευταία φορά, καθώς θα δεχθεί κλωτσιές στα πλευρά από τον αφέντη του. Έτσι, το άτυχο τετράποδο, που εξαρχής μοιάζει να ήταν το μοναδικό έμβιο ον που άντεχε και αγαπούσε τον περί ου ο λόγος μεθύστακα, φεύγει πρόωρα και φρικτά από τη ζωή. Αυτός ο τύπος που μόλις γνωρίσαμε είναι ο «ήρωας» της ταινίας!
Αφού τον δούμε στα επόμενα πέντε – έξι λεπτά να επιδίδεται σε κάθε λογής «ανδραγαθήματα», να πλακώνει στα καλά καθούμενα κάτι παιδιά που είχαν την έμπνευση να παίξουν μπιλιάρδο και να γελάσουν στο χώρο που τα πίνει, να σπάει μια τζαμαρία για να τονώσει το εγώ του… αντιλαμβανόμαστε σύντομα ότι ο Ιωσήφ (Πίτερ Μιούλαν, σε ερμηνεία που πολύ απέχει από τον ξυλουργό της Βίβλου) είναι όντως μια από τις πιο αθώες ψυχές στον κόσμο που μας εισάγει ο Πάντι Κονσιντάιν…
Τι είναι ο Τζόζεφ, λοιπόν, πέρα από πειραγμένος πια στο μυαλό απόμαχος της πάλαι ποτέ εργατικής τάξης, που ο Κεν Λόουτς ή ο Μάικ Λι μας έκαναν να αγαπήσουμε; Στο σκοτεινό περιβάλλον του φιλμ, εκεί όπου κάθε άλλο παρά αποδρά κάθε οδύνη, λύπη και στεναγμός, συναντούμε κι άλλες αγριεμένες ψυχές. Δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, ακόμα μάλιστα κι αν έφτιαξαν μιαν αξιοπρεπή κατοικία και υποτίθεται πως τέλεσαν έναν καλό γάμο, εκείνες οι ευτυχισμένες φωτογραφίες λειτουργούν αποκλειστικά ως αναμνηστικά της φρίκης της νυν ζωής τους…
Ναι, τέτοια είναι η γυναίκα του φιλμ. Μια κυρία καθωσπρέπει, που δουλεύει σαν άγγελος επί της γης για να έχουν όλοι οι κατατρεγμένοι ένα ρουχαλάκι να βάλουν πάνω τους, που συμπαραστέκεται στον απόβλητο της κοινωνίας, που προσεύχεται για τη λύτρωση (δηλαδή την ευθανασία) των χαμένων κορμιών. Αυτή η άγια κυρά υφίσταται με τη σειρά της μαρτύρια, αλλά κάποια ώρα, όπως κι ο Ιωσήφ, παύει να γυρίζει το άλλο μάγουλο, ανθίσταται, εκρήγνυται, τινάζει τη μια σκλαβιά μέσω μιας άλλης. Τη λένε Χάνα και την υποδύεται η Ολίβια Κόλμαν, εξίσου συγκλονιστικά με τον Μιούλαν (δεν είναι η Παναγία, παρότι λίγο ήθελε να μας πείσει περί του αντιθέτου…)!
Ανεργία, αλκοόλ, ρατσισμός, μίσος… Όλα είναι εδώ, όπως δεν τα αφήσαμε και όπως δεν τα ξέραμε. Το Λιντς στο φως της κάμερας του -εντυπωσιακού για πρωτάρη στη σκηνοθεσία- Κονσιντάιν είναι ένας τόπος άθλιος, χωρίς διεξόδους, χωρίς ανθρωπιά, χωρίς αύριο. Δεν υπάρχει πουθενά το Καλό, μόνο διαβαθμίσεις του Κακού, ανάλογα με το πόσο έχει αποκτηνωθεί ο κάθε χαρακτήρας. Οι γροθιές στο στομάχι που μας καταφέρνει το φιλμ, από το πρώτο ακόμα πλάνο του, είναι αλλεπάλληλες και το νοκ άουτ παραμονεύει. Υπάρχει φως στο βάθος; Υπάρχει ελπίδα; Κι αν ναι, ποια είναι αυτή; Ίσως ότι φτάσαμε στον πάτο του βαρελιού (τη συνηθίσαμε αυτή την έκφραση εσχάτως) και πλέον αργά ή γρήγορα θα βγάλουμε λίγο το κεφάλι πιο έξω; Πώς θα έρθει η λύτρωση αν δεν περάσει κανείς πρώτα από το δαντικό Καθαρτήριο;
Υ.Γ. «Τυραννόσαυρο» φώναζε χαϊδευτικά ο Τζόζεφ τη μακαρίτισσα γυναίκα του, λόγω των διαστάσεών της! Ο τυραννόσαυρος έχει περάσει στην ιστορία. Μόνο τα μουσεία, ο Μαρκ Μπόλαν (T-Rex) και ο Σπίλμπεργκ θυμούνται πια σταθερά την ύπαρξή του. Όπως κάθε ερπετό που σέβεται τον εαυτό του, όμως, έχει αποφασίσει να σέρνει τον όγκο του πάνω στο έδαφος, αφήνοντας τα σημάδια του. Το ότι αυτό το πλάσμα που έχουμε εμείς μπροστά μας τυραννιέται ακόμα από την έλλειψη πραγματικής αγάπης και θα τυραννιέται δια παντός, γιατί η έννοια της αγάπης τού είναι κατ’ ουσίαν άγνωστη, το καθιστά πιο ευάλωτο από ποτέ. Και είναι ουσιαστικά άλλος ένας τυραννόσαυρος εν αποστρατεία…
Δημοσθένης Ξιφιλίνος