VIDEODROME

ΤΟ ΓΑΛΑ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ της Κλαούντια Γιόσα

(LA TETA ASUSTADA/ THE MILK OF SORROW)
Σκηνοθεσία: Κλαούντια Γιόσα
Παίζουν: Μαγκαλί Σολιέρ, Σούζι Σάντσεζ, Εφρέν Σολίς, Ρικάρντο Μπαγιόν
Ισπανία, Περού: 2009
Διάρκεια: 95’

Αξιολόγηση: ****

VIDEODROME

Ας ξεκινήσουμε με μία σύντομη ιστορική αναδρομή, η οποία θα μπορούσε να μεταφερθεί με απειροελάχιστες διαφοροποιήσεις για σχεδόν κάθε χώρα της Νοτίου Αμερικής. Το Περού, το κράτος με το μεγαλύτερο ποσοστό γηγενούς πληθυσμού εξ αυτών, έχει αποτελέσει για αιώνες αντικείμενο στυγνής και αδιάκοπης εκμετάλλευσης. Με σημείο εκκίνησης το 1532 και την κατάκτησή του από τους Κονκισταδόρες του Πιζάρο και ενδιάμεσο σταθμό την πρόσφατη, βορειοαμερικανικής έμπνευσης και προέλευσης, στρατιωτική δικτατορία της περιόδου 1968 – 1980, γνωστή και ως «Τρομοκρατία», με τις εκατόμβες νεκρών και τις ατελείωτες λίστες αγνοουμένων. Τερματικός προορισμός το ζοφερό σήμερα του οικονομικού στραγγαλισμού και της εξαθλίωσης ενός λαού με τεράστια πολιτιστική κληρονομιά και άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές, οι οποίες δεν βρίσκονται προφανώς στην κατοχή του. Η Κλαούντια Γιόσα, για να περάσουμε στο ξετύλιγμα του φιλμικού μίτου, εισήγαγε με τρόπο εμφατικό το Περού στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη με το δεύτερο σκηνοθετικό της πόνημα, το οποίο φέρει στις αποσκευές του την προπέρσινη βερολινέζικη Χρυσή Άρκτο, καθώς και την υποψηφιότητα για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας εκείνης της χρονιάς. Ένα πολυεπίπεδο μωσαϊκό αλλεπάλληλων συμβολισμών και αλληγοριών, ένα πέρασμα σε ένα κόσμο που διαπλέκονται ο θρύλος και η πραγματικότητα, μία χαμηλών τόνων ποιητική ελεγεία με έντονες πολιτικές αποχρώσεις και σήμα κατατεθέν τη θλίψη.

Ο τίτλος της ταινίας και ταυτόχρονα κύριος θεματικός της άξονας περιστρέφεται γύρω από μία παλιά δοξασία των αυτοχθόνων του Περού, η οποία συνοψίζεται στην πεποίθηση πως η θλίψη μεταδίδεται κληρονομικά μέσω του μητρικού γάλακτος, όταν η σύλληψη και ο θηλασμός πραγματοποιούνται σε καθεστώς τρόμου. Ο φόβος λοιπόν μετακυλίεται από γενιά σε γενιά σαν μία βιολογικού τύπου κατάρα, σαν μία διαρκής υπενθύμιση και μόνιμη ουλή πάνω στο σώμα του συλλογικού υποσυνείδητου, αναγκασμένου να παλέψει με τους δαίμονες του βασανισμένου παρελθόντος. Ο σπόρος φυτρώνει, θεριεύει, σφιχταγκαλιάζει με τα πλοκάμια του, λειτουργεί φαινομενικά ως πανοπλία, ενώ κατά βάθος αφοπλίζει και οφείλει να ξεριζωθεί ολοκληρωτικά, σε μία αξιομνημόνευτη έμπνευση που ενοποιεί το σώμα, το πνεύμα και τη φύση. Το τραγούδι, διέξοδος και τροχοπέδη, φορέας και αγωγός των τραυμάτων, καταγραφέας της ιστορικής μνήμης και της τύχης ανθρώπων που αμφισβητείται αν υπήρξαν ποτέ.

Η δραματουργική κορύφωση επιτυγχάνεται χάρις σε ένα υπνωτικό υποτονικό μοτίβο, ένα σκόπιμα αργόσυρτο και βραδυκίνητο ρυθμό, ο οποίος δεν χαρίζει ούτε μία άσκοπη λέξη ούτε μία παραπανίσια εικόνα. Η Γιόσα ορίζει ως αφετηρία τις κακοποιημένες γυναίκες, μία κατεξοχήν αποτύπωση της ασκηθείσης βίας και εξουσίας, με το βλέμμα όμως στραμμένο πολύ μακρύτερα, σε όλες τις μορφές καταπίεσης και υποδούλωσης. Μία συνεχής αίσθηση υποδόριας απειλής και έντασης μέσα από την προσήλωση σε διφορούμενα αντικείμενα, το πάγωμα των βλεμμάτων, τα γεωμετρικής ακρίβειας πλάνα. Η άγρια και ανεπιτήδευτη ομορφιά της Μαγκαλί Σολιέρ αποπνέει μία χροιά μεταφυσική, παραπέμποντας σε μία ινδιάνικη εκδοχή της πάλλευκης και εξίσου απόκοσμης και απειλούμενης ομορφιάς της Κατρίν Ντενέβ στην «Αποστροφή» του Πολάνσκι. Ένα συνεχές μοντάζ αντιθέσεων κινεί τα νήματα και δίνει το τελικό στίγμα. Η μοναξιά του πόνου αντιπαραβάλλεται με την οχλοβοή, τους χορούς και τα πανηγύρια. Οι δεισιδαιμονίες και η εξαθλίωση των περιχώρων της Λίμα με τη χλιδή του περιβαλλόμενου από τείχος φρουρίου της κρατούσας ελίτ, ο γάμος με το άταφο σώμα που επιζητεί τη λύτρωση, η πηγαία έμπνευση με τη βάλτωση και την υποκρισία. Όπως μας έχει καταστεί εξαρχής σαφές, όχι μόνο αμαρτίαι, αλλά και πληγαί γονέων παιδεύουσι τέκνα…

Γιώργος Παπαδημητρίου