Σκηνοθεσία: Νίκος Κουτελιδάκης
Παίζουν: Γιάννης Μπέζος, Αντίνοος Αλμπάνης, Γιάννης Στάνκογλου, Βίκυ Παπαδοπούλου, Ελένη Κοκκίδου, Γιάννης Ρίσβας
Διάρκεια: 102’
Αξιολόγηση: ***
Ο συνταγματάρχης Λόγγος έχει αυτοκίνητο και οδηγό αλλά είναι κομμάτι «τσουρουκεμένος». Ο υπολοχαγός Καραμανίδης έχει μια δίκυκλη γερμανική δίχρονη φλορέτα (florett) αλλά είναι νιος και κομμάτι γυαλιστερός. Ο πρώτος έχει μια σύζυγο, ένα όμορφο και τριζάτο «νιάτο». Ο δεύτερος, μόνο μια σκυλίτσα για συντροφιά. Η σύζυγος, κυρία με σπιτικό, παιδί, υπηρέτρια και περίσσεια πλήξη. Όλοι τους, τυλιγμένοι στο αδιόρατο πέπλο της μοναξιάς στα σύνορα του Έβρου. Ο συνταγματάρχης πασχίζει για τη μετάθεσή του στην Αθήνα προσδοκώντας στην ανανέωση του φθαρμένου έρωτα με τη γυναίκα του. Ο υπολοχαγός, ερωτευμένος με την γυναίκα του Λόγγου, προσδοκά αλλά, αδυνατεί να υλοποιήσει το στρατιωτικό μότο, «ο τολμών νικά». Αμφότεροι σκληρές, αγκυλωμένες, μονόχνοτες στρατιωτικές φιγούρες, με το θράσος των γαλονιών που όμως δεν έχουν ιδιαίτερη αξία εκτός στρατοπέδου. Η εποχή των κοριτσίστικων επιθυμιών για χορευτική συνεύρεση με στρατιωτικό είχε παρέλθει. Όλοι οι χαρακτήρες δρούνε στη σκηνή ενός παραμεθόριου στρατοπέδου μεσουρανούσης της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως» της 21ης Απριλίου του 1967…
Η ιστορία του μυθιστορήματος του Γιάννη Ξανθούλη επικεντρώνεται στον έρωτα, την γνωστή βάσανο του ανθρώπου. Αν θέλει να εντοπίσει κάποιος αδυναμίες της ταινίας αυτές βρίσκονται στον τρόπο αναπαράστασης του έρωτα. Όχι ως παίγνιου διερεύνησης της ανώριμης και γεμάτο θράσος εφηβείας αλλά ως έκφραση δυσβάστακτου φορτίου, που παραλύει όχι μόνο μυϊκά, αλλά κυρίως ψυχικά. «Τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε» ή «Αυτοκτόνησε από ερωτική απογοήτευση». Ερμηνευτικοί τίτλοι αποτρόπαιων και οδυνηρών πράξεων, που ωστόσο αναδεικνύουν τη δύναμη του έρωτα. Ο έρωτας που πραγματεύεται η ταινία είναι αυτός που τσουρουφλίζει επειδή μένει ανομολόγητος για ψυχολογικούς λόγους, αλλά κυρίως ανεκπλήρωτος για κοινωνικούς λόγους. Είναι ο απαγορευμένος όχι από θρησκευτικές αιτιάσεις («ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου») αλλά για λόγους προσωπικής ηθικής και λιγότερο κοινωνικής.
Επιπρόσθετα εδώ έχουμε κι έναν άλλον ιδιότυπο έρωτα, που τρέχει παράλληλα με αυτόν του πυρήνα της ιστορίας. Έναν λανθάνοντα έρωτα, εντελώς κόντρα στις κοινωνικές συμβάσεις, που παρεισφρέει εκεί που ανθίζει ο παραβατικός μεν για τις νόρμες ηθικής της κοινωνίας, αλλά καθ’ όλα εγνωσμένος και εν μέρει αποδεκτός. Ο καημένος ο υπολοχαγός, αποφασίζει να μάθει τανγκό για να εκφράσει τον έρωτά του στο αντικείμενο του πόθου του, μέσα από την ιεροτελεστία ενός κατεξοχήν ερωτικού χορού. Θα αγκαζάρει ένα στρατιώτη με καλλιτεχνικές δεξιότητες να του μάθει τα βήματα. Αυτός όμως θα του μάθει κάτι παραπάνω. Την τόλμη να αποπειραθεί πράγματα κόντρα στο προσωπείο και την ιδιοσυγκρασία ενός στρατιωτικού, σκληρού, ακαλλιέργητου και άτολμου σε εκτός έδρας μάχες. Όταν θα συντελεστεί το γεγονός της ερωτικής εξομολόγησης δια του χορού, ο ενοχλημένος συνταγματάρχης και υποψήφιος «κερατάς» θα μονολογήσει με ειρωνεία. «Μέχρι και Καραμανίδης χόρεψε απόψε». Ο ανομολόγητος έρωτας ή τα ερωτικά σκιρτήματα του φαντάρου προς τον υπολοχαγό νομίζω εκφράστηκαν καλύτερα, απ’ ότι του κεντρικού έρωτα του υπολοχαγού προς τη Ζωή, σύζυγο του συνταγματάρχη.
Αντίθετα με την ανεπαρκή έκφραση της ερωτικής ζέσης όλα τα περιφερειακά αισθητικά μέσα ήταν άψογα. Εξαιρετική αναπαράσταση εποχής από το σκηνογράφο και κοστουμίστα Γιώργο Γεωργίου. Η φωτογραφία του Γιάννη Δρακουλαράκου, όμορφη, «καρποσταλική» και ατμοσφαιρική. Η μουσική του Γιάννου Αιόλου, αιθέρια και υποβλητική. Η βροχή χρησιμοποιήθηκε ως δραματικό εργαλείο σε αντίστιξη με τα δρώμενα, συνδράμοντας και στην αληθοφάνεια των δύσκολων συνθηκών του στρατού και της εποχής. Κρατώ μιαν έκφραση – κατακλείδα. «Την αλήθεια μερικές φορές δεν τη θέλει ούτε κι ο Θεός». Ίσως γι’ αυτό να εθελοτυφλούμε συχνά ή ενίοτε. Από αυτοάμυνα. Ίσως γι’ αυτό και η επιλογή της αφηγηματικής αφαίρεσης ή της ελλειπτικής πληροφόρησης με υπονοούμενα ως μέσο πολλών πιθανών ερμηνειών.
Και τα ερωτήματα αιωρούμενα να αποζητούν απάντηση. Ο Λόγγος πέθανε νωρίς για να μην μάθει ή πέθανε επειδή έμαθε ή υποψιαζόταν; Και ο υπολοχαγός, αν γνωρίζει, πώς αντιπαρατίθεται σε μιαν πατρότητα εκτός πεδίου; Με την επιλεγμένη λήθη ή τις ερινύες της ατολμίας και του φόβου; Αλλά μήπως οι μεγάλοι έρωτες είναι μοιραίο να μένουν ανολοκλήρωτοι, άρα άφθαρτοι και για τούτο αιώνιοι; Αν για τις γυναίκες η ερωτική ιστορία είναι συγκινητική, στους άνδρες, πρώην φαντάρους, θα αρέσουν οι εικόνες από τη δύσκολη εποχή της στρατιωτικής τους θητείας. Ναι, θα υπάρξει και μια δόση νοσταλγίας, υπό την αχλύ που δημιουργεί ο χρόνος στα δυσάρεστα, φωτίζοντας μόνον τα ευχάριστα. Ως προς τα κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα της εποχής η νύξη είναι διακριτική και λειτουργεί κυρίως ως φόντο. Η ερμηνευτική παρουσία είναι καλή χωρίς εξάρσεις.
Γιάννης Ν. Γκακίδης