Συνέντευξη στη Μαριάννα Βασιλείου
Απλός, λιτός και περιεκτικός. Αυτή είναι η αίσθηση που αφήνουν οι απαντήσεις του Jay–Jay Johanson. Χαμηλώστε τα φώτα, ανάψτε τσιγάρο, βάλτε ένα ουίσκι και ακούστε τον!
Είναι όντως η τζαζ μια από τις κύριες επιρροές σου στον τρόπο σύνθεσης της μουσικής σου;
Η τζαζ είναι η μοναδική επιρροή στο γράψιμο των τραγουδιών μου. Κυρίως ο Τσετ Μπέικερ και οι Modern Jazz Quartet. Οι στίχοι όμως μεταφέρονται άμεσα από το ημερολόγιό μου. Οι ενορχηστρώσεις και η παραγωγή των τραγουδιών μου συχνά έχουν επιρροές από δραματουργικές ιδέες που τις βρίσκω σε soundtrack, πολλές φορές ταινιών τρόμου. Επίσης μπορούμε να βρούμε πιο σύγχρονες επιρροές, όπως drum’n’bass στο Tattoo και ηλεκτρονικά συστατικά στο Antenna και πάει λέγοντας.
Η αλλαγή στη μουσική σου με το Antenna εξέπληξε κατά πολύ. Τι σε οδήγησε στην επιστροφή στον πρότερο ήχο σου; Σχεδιάζεις να ακολουθήσεις διαφορετικές μουσικές κατευθύνσεις στο μέλλον ξανά;
Στο Antenna και στο μισό Rush είχα νιώσει ότι έπρεπε να δοκιμάσω κάποιες ιδέες που είχα. Αλλά ποτέ δεν ένιωσα πραγματικά ότι ταίριαζαν στον τρόπο που γράφω τα τραγούδια μου και στη φωνή μου. Μετά από αυτό, και πριν από αυτή την περίοδο, νιώθω ότι αυτό που κάνω είναι στ’ αλήθεια αυτό που μου ταιριάζει, αυτό που με κάνει να αισθάνομαι άνετα και αυτό που…. καταλαβαίνεις νομίζω τι εννοώ!
Η οπτικοηχητική εγκατάστασή σου με τίτλο Cosmodrome την τελευταία φορά εξετέθη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού. Μπορείς να μας μιλήσεις για τη δημιουργία της και την έμπνευση πίσω από αυτήν;
Είναι ένα έργο από φως και ήχο. Ένα δωμάτιο, όπου οι τοίχοι, η οροφή και το πάτωμα έχουν δημιουργηθεί σε κάθε τους λεπτομέρεια ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες. Για να έχει κανείς μια πλήρη εμπειρία σε αυτό το δωμάτιο έπρεπε να υπάρχει ήχος, οπότε δημιούργησα ένα “soundtrack”, το οποίο διαρκεί δέκα σχεδόν λεπτά. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που έκανα κάτι εξ’ ολοκλήρου ηλεκτρονικά, ολομόναχος, και αυτό με τη σειρά του έγινε για μένα η αρχή της δημιουργίας του Antenna.
Ποιοι μουσικοί σε ενέπνευσαν όταν μεγάλωνες; Και ποιοι σε εμπνέουν σήμερα;
Άκουγα hard rock όταν ήμουν μικρός -και η πρώτη μεγάλη αλλαγή ήρθε όταν ανακάλυψα την ambient του Μπράιαν Ίνο στο τέλος των 70’s. Στα 80’s ήταν κυρίως οι Cocteau Twins, ο Ντέιβιντ Σίλβιαν και ο Μπράιαν Φέρι, αλλά τότε επίσης ήταν που ανακάλυψα τον Τσετ Μπέικερ και τη τζαζ. Στα 90’s ήταν οι Portishead, οι Massive Attack και όλη η συμμορία της Mo Wax. Τώρα τελευταία ακούω πολλά σπουδαία εναλλακτικά πειραματικά ψυχεδελικά συγκροτήματα από τον Καναδά, τις Η.Π.Α. και την Αγγλία επίσης.
Στις συναυλίες σου συνήθως χαμογελάς όταν ερμηνεύεις θλιμμένα τραγούδια. Είναι κάτι που σου βγαίνει αυθόρμητα;
Δεν νομίζω ότι χαμογελάω τόσο συχνά επί σκηνής, αλλά συμβαίνει -συνήθως μετά τα τραγούδια- ίσως γιατί περνάμε καλά με το συγκρότημα.
Έχεις συνθέσει δυο soundtracks, για τις ταινίες La Confusion des Genres και La Troisième Partie du Monde. Τι διαφορά έχει η δημιουργία ενός soundtrack από αυτή ενός δίσκου;
Αγαπώ τον κινηματογράφο και μ’ αρέσει να δημιουργώ soundtracks, γιατί δεν χρειάζεται ούτε να τραγουδήσω ούτε να ερμηνεύσω τα τραγούδια ζωντανά ούτε να τα προμοτάρω! Μου αρέσει η ορχηστρική μουσική, ως μια αντίθεση στις pop δημιουργίες μου!
Έχεις συνεργαστεί με τον Ρόμπιν Γκάθρι των Cocteau Twins στο παρελθόν. Τι κέρδισες από αυτή τη συνεργασία;
Είμαστε φίλοι εδώ και 15 χρόνια και κρατάμε συνεχώς επαφή. Θα κάνουμε μαζί μουσική από καιρού εις καιρόν, ίσως για πάντα. Ελπίζω να κάνουμε ένα άλμπουμ σύντομα… Ο Ρόμπιν στα σίγουρα είναι ο μουσικός με τον οποίο θα ήθελα να δουλέψω πολύ περισσότερο!
Ο πατέρας σου μισούσε τη μουσική σου. Άλλαξε ποτέ τελικά γνώμη;
Όχι στην πραγματικότητα. Αλλά τα τελευταία χρόνια, η μαμά και ο μπαμπάς με είδαν να παίζω ζωντανά για πρώτη φορά -και ο μπαμπάς κατάλαβε ότι είχα εκπληκτικούς μουσικούς. Οπότε, φαντάζομαι ότι κάπως δέχτηκε το ότι κάνω τελικά μια τίμια δουλειά…
Δηλαδή ποιά αποδοχή είναι σημαντικότερη; Από την οικογένειά σου ή από το κοινό;
Δεν ξέρω -εγώ προσωπικά έχω ανάγκη να είμαι ευχαριστημένος ο ίδιος με τη δουλειά μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον άλλον όταν δημιουργώ. Φυσικά, όμως, χωρίς το κοινό εγώ δεν θα υπήρχα!