ANATRIXILES

ΖΑΤΟΪΤΣΙ του Κένζι Μισούμι

(ZATOICHI MONOGATARI/ THE TALE OF ZATOICHI))
Σκηνοθεσία: Κένζι Μισούμι
Παίζουν: Σιντάρο Κάτσου, Σιγκέρου Αμάτσι, Μασάγιο Μπάνρι, Ριούζο Σιμάντα, Χαγίμε Μιταμούρα
Διάρκεια: 96’
Ιαπωνία, 1962

ANATRIXILES

Μασέρ, τζογαδόρος, δεινός ξιφομάχος, τυφλός. Ο Ζατόιτσι, το απόλυτο καλτ σύμβολο της ιαπωνικής κουλτούρας, έκανε την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση το 1962 στην ομώνυμη ταινία που σκηνοθέτησε ο Κένζι Μισούμι. Η τεράστια απήχησή του στο ευρύτερο κοινωνικό-πολιτιστικό πλαίσιο της Ιαπωνίας οδήγησε στη δημιουργία ακόμη 25 ταινιών Ζατόιτσι από το 1964 έως το 1989, εκατό τηλεοπτικών επεισοδίων από το 1972 έως το 1974, μιας θεατρικής μεταφοράς από τον Τακάσι Μίικε και της σύγχρονης κινηματογραφικής αναβίωσης του μύθου από τον Τακέσι Κιτάνο. Έξι από τις παλιές ταινίες σκηνοθέτησε ο Μισούμι και δύο ο Κάτσου. Ένας ηθοποιός που ταυτίστηκε τόσο πολύ με τον ήρωα που σήμερα τον θυμόμαστε σαν τον ίδιο τον Ζατόιτσι.

Ο τρόπος με τον οποίο γράφεται και παρουσιάζεται ο χαρακτήρας φέρει αρκετά επίπεδα και εξαιτίας του ίδιου και της εξέλιξής του, αν όχι για άλλους λόγους, καλό είναι να παρακολουθήσετε τα φιλμ με τη χρονολογική τους σειρά παρά το γεγονός ότι οι ιστορίες τους δε συνδέονται άμεσα. Ο ήρωας παρουσιάζει μία ολόκληρη πορεία ζωής και έργου και είναι τόσο εξαιρετικά καλογραμμένος που αποκτά υπόσταση, προκαλεί εύκολα την ταύτιση και συγκινεί. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως αρχικά πρόκειται για λογοτεχνικό ήρωα, του οποίου ωστόσο οι κινηματογραφικές μεταφορές του επεφύλαξαν μια, κατά κύρια αποδοχή, τιμητική απόδοση. Το 1962 λοιπόν ο θρυλικός πολεμιστής, φέροντας τη μορφή του σπουδαίου Κάτσου, περιπλανάται για πρώτη φορά στην επί της οθόνης ιαπωνική ύπαιθρο. Όντας γνήσιος τυχοδιώκτης και ασυμβίβαστος δεν έχει σπίτι, ούτε οικογένεια, ούτε φίλους, ούτε χρήματα και ως εκ τούτων ούτε δεσμεύσεις, ούτε στεγανά. Αποζητά τα τυχερά παιχνίδια και κατορθώνει να κερδίζει στα ζάρια παρά το ότι είναι τυφλός και οι συμπαίκτες επιχειρούν να τον εξαπατήσουν. Με τις υπόλοιπες αισθήσεις εξαιρετικά οξυμένες οσφραίνεται, αισθάνεται και αφουγκράζεται κινήσεις και προθέσεις αντιδρώντας πάντα στην κυνική σκληρότητα με την οποία οι άλλοι επιχειρούν συνήθως να εκμεταλλευτούν την αναπηρία του. Όταν είναι εξαιρετικά αναγκαίο και απ’ αυτό κρίνεται η ζωή του, ο Ζατόιτσι χρησιμοποιεί το σπαθί προκαλώντας σ’ αυτούς που βλέπουν μεγάλη εντύπωση, μέχρι και ζήλεια, λόγω της φυσικής του δεξιοτεχνίας σ’ αυτό. Όμως, το στοιχείο του ήρωα που τονίζεται κυρίως εδώ και που λείπει ή εξασθενεί στα υπόλοιπα φιλμ είναι η θλίψη με την οποία ο ήρωας αντιμετωπίζει τη ζωή. Έχοντας πλήρη αντίληψη των πλεονεκτημάτων αλλά και των μειονεκτημάτων του, στέκεται ταπεινός στα πρώτα και απογοητευμένος στα δεύτερα. Όχι γι’ αυτή καθ’ αυτή την αναπηρία του αλλά για τον τρόπο με τον οποίο αυτή αντιμετωπίζεται από τον κόσμο. Για τη σκληρότητα ενός κόσμου που έμαθε εύκολα να εχθρεύεται και να εμπαίζει αλλά δεν έμαθε ποτέ να αγκαλιάζει και να προσπαθεί να κατανοήσει. Αν και πολεμιστής, ο Ζατόιτσι είναι κατά του πολέμου, όμως πολεμά όταν αυτό είναι αναγκαίο, όχι μόνο με τα (υλικά) όπλα αλλά και με την ευφυΐα του. Δεν τρέφει αυταπάτες, είναι πραγματιστής και συνειδητοποιημένος και αυτό του προσδίδει όλη αυτή την έκδηλη θλίψη που κουβαλά μέχρι το υπέροχο και φορτισμένο συγκινησιακά φινάλε. Όταν θα συνεχίσει το μοναχικό του δρόμο κουρασμένος αλλά ποτέ παραιτημένος, συνεχίζοντας μόνος, με βαθιά συνειδητοποίηση αυτής της μοναξιάς από την οποία δε μπορεί να ξεφύγει όσο κι αν αυτό φαίνεται σε στιγμές δυνατόν. Η ερμηνεία του Σιντάρο Κάτσου είναι απλά αψεγάδιαστη.

Ο Μισούμι με τη σκηνοθεσία του κατατάσσεται κατά τη γνώμη μου, εξαιτίας και άλλων μνημειωδών αριστουργημάτων του (βλ. όλα τα «Lone Wolf & Cub») στην παρέα των σπουδαιότερων Ιαπώνων κινηματογραφιστών της ιστορίας του κινηματογράφου. Δίπλα δηλαδή σε Κουροσάουα, Μιζογκούτσι, Ιμαμούρα, Όζου, Ναρούσε. Όλα του τα πλάνα είναι πίνακες απαράμιλλης αισθητικής ομορφιάς και δεξιοτεχνίας και αποδίδουν το δράμα και τις καταστάσεις με τρόπο αισθαντικό.

Για επίλογο να θυμηθούμε αυτό που λέει ο ήρωας στη συμπρωταγωνίστριά του εκείνο το φεγγαρόφωτο βράδυ δίπλα στη λίμνη σε μια αληθινά πανέμορφη σκηνή. Ότι: «το να είσαι γκάνγκστερ είναι σα να είσαι κολλημένος σε βάλτο. Όταν πέσεις μέσα είναι πολύ δύσκολο να τραβηχτείς προς τα έξω». Μια ατάκα της οποίας την αναφορική μίμηση θα αναγνωρίσουν οι σινεφίλ σε πολλές μετέπειτα γκανγκστερικές ταινίες κυρίως από την Αμερική και από δημιουργούς που μελέτησαν το κλασικό σινεμά όσο λίγοι για να καταλήξουν να θεωρούνται κι αυτοί σήμερα κλασικοί. Άνοιξε το δρόμο λοιπόν ο Ζατόιτσι.. Με το σπαθί του.

Αλέξανδρος Μιλκίδης