Ο Έρνστ Βίλχελμ Βέντερς, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1945 στο Ντίσελντορφ και μεγάλωσε στο Όμπερχαουζεν, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως γιατρός. Ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του σπούδασε Ιατρική και Φιλοσοφία στο Μόναχο, το Φράιμπουργκ και το Ντίσελντορφ. Διέκοψε τις σπουδές του και το 1966 μετακόμισε στο Παρίσι για να γίνει ζωγράφος, απέτυχε όμως στις εισαγωγικές εξετάσεις στην Ακαδημία Τεχνών. Έτσι εργάστηκε ως λιθογράφος στο εργαστήρι του Αμερικανού καλλιτέχνη Τζόνι Φρίντλαντερ. Εκείνη την περίοδο έγινε παράλληλα και τακτικός επισκέπτης της Γαλλικής Ταινιοθήκης.
Επιστρέφοντας στη Γερμανία το 1967, ο Βέντερς έγινε δεκτός στη Σχολή Κινηματογράφου του Μονάχου (Hochschule für Fernsehen und Film), η οποία μόλις είχε ιδρυθεί. «Ήταν η εποχή της επανάστασης. Αμφισβητούσαμε τους καθηγητές και διαμορφώναμε μόνοι μας το πρόγραμμα σπουδών», λέει ο ίδιος για εκείνη την περίοδο. Ανάμεσα στο 1967 και το 1970, παράλληλα με τις σπουδές του, ο Βέντερς εργάστηκε σαν κριτικός κινηματογράφου και συνεργάστηκε με την κινηματογραφική επιθεώρηση Filmkritik, την ημερήσια εφημερίδα του Μονάχου Süddeutsche Zeitung, το περιοδικό Twen και το Spiegel. Την ίδια περίοδο, έκανε πολλές μικρού μήκους ταινίες, ενώ το ’68 συνελήφθη κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης και φυλακίστηκε.
Ο Βέντερς αποφοίτησε από τη Σχολή Κινηματογράφου με τη μεγάλου μήκους ασπρόμαυρη ταινία του “Καλοκαίρι Στην Πόλη”. Μία ταινία αφιερωμένη στο συγκρότημα Kinks, η οποία γεννήθηκε από την επιθυμία του να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη τα αγαπημένα του τραγούδια εκείνης της εποχής. Η ιστορία ενός ανθρώπου που αποφυλακίζεται και προσπαθεί να βάλει σε τάξη τη ζωή του, λειτούργησε περισσότερο σαν μια πρόφαση για να εντάξει στην ταινία σκηνές με τζουκ μποξ, μαγνητόφωνα και ραδιόφωνα αυτοκινήτων, ώστε να ακουστούν όσο το δυνατόν περισσότερα τραγούδια. Η ειρωνεία ήταν ότι δεν είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα των τραγουδιών και η ταινία δεν μπορούσε να προβληθεί…
Σχετικά με την επίδραση που ασκεί η μουσική στο έργο του, ο Βιμ Βέντερς αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αν δεν υπήρχαν οι Κινκς, ο Βαν Μόρισον, οι Μπητλς, οι Στόουνς και πάνω απ’ όλους ο Μπομπ Ντίλαν, δε θα τολμούσα ποτέ να εγκαταλείψω τις σπουδές ιατρικής και φιλοσοφίας για ν’ αφοσιωθώ σε κάτι τόσο αβέβαιο, όπως η καλλιτεχνική δημιουργία. Σαν σκηνοθέτης ασκεί κανείς ταυτόχρονα πολλά επαγγέλματα: είναι ψυχίατρος, λογιστής, δικηγόρος, ταξιδιωτικός πράκτορας, αρχιτέκτονας, φωτογράφος, αφηγητής, διαφημιστής, συγγραφέας και πολλά ακόμη τα οποία δεν είναι τόσο λαμπερά και δημιουργικά. Πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχουν μόνο δύο αληθινοί προορισμοί: του ταξιδιώτη και του ονειροπόλου. Κανένα δεν μπορεί να διαχωριστεί από το άλλο. Οι ταινίες είναι πάντα ταξίδια είτε προς τα έξω, είτε προς τα μέσα. Και χωρίς να έχει πρώτα ονειρευτεί, κανείς ταξιδιώτης δεν ξεκινά το ταξίδι. Και οι δύο αυτές ασχολίες μου έχουν μια κοινή πηγή, από την οποία αναβλύζει διαρκώς έμπνευση και ενέργεια. Κι αυτή είναι η μουσική. Χωρίς αυτή δε θα ήμουν ούτε ταξιδιώτης ούτε ονειροπόλος και άρα ούτε σκηνοθέτης».
Η επαγγελματική του καριέρα εγκαινιάζεται με τον “Φόβο του Τερματοφύλακα πριν από το Πέναλτι” που κυκλοφορεί το 1971. Πρόκειται για μία ταινία η οποία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πέτερ Χάντκε και αφηγείται την ιστορία ενός επαγγελματία τερματοφύλακα που εγκαταλείπει ξαφνικά την ομάδα του στη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα και ξεκινά μια οδύσσεια. Ταινία περιπλάνησης ενός ατόμου χωρίς ταυτότητα, ένα έργο για τα σύνορα, το όνειρο της Αμερικής, την απουσία συναισθημάτων και το πάθος του κινηματογράφου.
Το 1971 ο Βιμ Βέντερς μαζί με άλλους δώδεκα Γερμανούς κινηματογραφιστές, ίδρυσε μια κοινοπραξία με το όνομα: «Filmverlag der Autoren». Η εταιρεία αυτή αποτέλεσε ουσιαστικά τον πυρήνα του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου και βοήθησε στο να πραγματοποιηθούν οι ταινίες των Γερμανών σκηνοθετών όπως ο Βέρνερ Χέρτζογκ (Werner Herzog), ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (Rainer Werner Fassbinder), ο Αλεξάντερ Κλούγκε (Alexander Kluge) κ.α.
«Σε αντίθεση με τη νουβέλ βαγκ, ουδέποτε σκεφτήκαμε, ελπίσαμε ή θελήσαμε να “βελτιώσουμε” ή να “ενταχθούμε” στην κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής, ούτε καν να την υποκαταστήσουμε: θεωρούσαμε τη δραστηριότητά μας “εναλλακτική”. Δεν είχαμε ούτε πρότυπα, ούτε παράδοση, ούτε κανέναν που να θέλουμε να πάρουμε τη θέση του. Η Filmverlag λειτουργούσε σαν κοινοπραξία. Και ήταν πραγματικά θαυμάσια η μεταξύ μας αλληλεγγύη, που ουσιαστικά ήταν και το μοναδικό κεφάλαιο που διαθέταμε.» – Βιμ Βέντερς
Προκειμένου να χρηματοδοτήσει την κοινοπραξία αυτή, ο Βέντερς ανέλαβε να σκηνοθετήσει μια παραγωγή της Γερμανικής Τηλεόρασης, με τον τίτλο “Το Πορφυρό Γράμμα“. Πρόκειται για μια ταινία που η δράση της εκτυλίσσεται στον 17ο αιώνα. Το γεγονός όμως ότι ήταν ταινία εποχής «εγκλώβισε» τον σκηνοθέτη: «Δε μου αρέσει πια να κάνω ταινίες όπου δεν επιτρέπεται να υπάρχουν τουλάχιστον ένα αυτοκίνητο, ένα βενζινάδικο, μια τηλεόραση, ένας τηλεφωνικός θάλαμος, κάποιο ταξίδι», λέει ο ίδιος. Το θέμα της μανίας για ταξίδια έμελλε να παίξει έναν κυρίαρχο ρόλο στις μετέπειτα ταινίες του, καθώς σκηνοθέτησε αρκετά “road movies”.
Το 1978, μετά από πρόσκληση του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Βέντερς πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να γυρίσει το φιλμ “Ιδιωτικός Ντετέκτιβ Χάμετ“, που τον απασχόλησε παράλληλα με άλλες δουλειές μέχρι το 1982. Το εγχείρημα όμως να αποτίσει φόρο τιμής στον Αμερικανό συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Ντάσιελ Σάμιουελ Χάμετ εξελίχθηκε σε τραυματική εμπειρία. Όπως και το “One from the Heart” του Κόπολα, που γυρίστηκε την ίδια χρονιά, έτσι και το “Χάμετ” είναι σήμερα περισσότερο γνωστό από τα προβλήματα στην παραγωγή του.
Ο Κόπολα δεν έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και ξαναγύρισε εκτεταμένα αποσπάσματα της ταινίας, καθυστερώντας την έξοδό της. Κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής διακοπής των γυρισμάτων, ο Βέντερς θεματοποιεί την ίδια τη φιλμική δημιουργία παρουσιάζοντας την “Αστραπή Πάνω από το Νερό“. Μια ταινία που αναφέρεται στον ετοιμοθάνατο φίλο του σκηνοθέτη, Νίκολας Ρέι και αποτυπώνοντας το 1982 την εμπειρία του “Χάμετ” στην “Κατάσταση των Πραγμάτων”.
Η ταινία, η οποία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας, παρακολουθεί ένα κινηματογραφικό συνεργείο, που ενώ γυρίζει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, ο παραγωγός εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει καθόλου χρήματα. Το γύρισμα σταματά και δίνει τη θέση του στην αναμονή. «Έπρεπε να κάνω μια ταινία με αφετηρία την κατάστασή μου, ανάμεσα στις δύο ηπείρους και να μιλήσω για την αγωνία του γυρίσματος μιας ταινίας στην Αμερική», εξηγεί ο Βιμ Βέντερς.
Το 1987 o Βέντερς επέστρεψε στη Γερμανία για να γυρίσει “Τα Φτερά του Έρωτα“. Πρόκειται για μία από τις καλύτερες δημιουργίες του, η οποία διακρίθηκε και στο Φεστιβάλ των Καννών με το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας, ενώ παράλληλα του χάρισε ευρύτατη αποδοχή. Αυτή η ταινία, με έντονο συναισθηματικό και μεταφυσικό χαρακτήρα, παρακολουθεί δύο αγγέλους στο διαιρεμένο Βερολίνο και εμπεριέχει όλη την ιστορία της πόλης πριν από την πτώση του τείχους.
Ο Βιμ Βέντερς αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, είναι μέλος της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου και από το 1993, καθηγητής στη Σχολή Κινηματογράφου του Μονάχου. Σήμερα μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στο Λος Άντζελες και το Βερολίνο, μαζί με τη σύζυγό του Ντονάτα Βέντερς.
Για τη συνέχεια του αφιερώματος στον Βιμ Βέντερς, θα ταξιδέψουμε σε έξι χαρακτηριστικές και αγαπημένες ταινίες του κορυφαίου Γερμανού σκηνοθέτη. Από τα πρώτα του έργα και την υπέροχη «Η Αλίκη στις Πόλεις» του 1974, μέχρι το κλασσικό «Τα Φτερά του Έρωτα» του 1987, αλλά και τα πιο πρόσφατα ντοκιμαντέρ του: «Πίνα Μπάους» του 2011 και «Το Αλάτι της Γης» του 2014.
«Η Αλίκη στις Πόλεις» (Alice in the Cities – 1974)
O Γερμανός δημοσιογράφος Φίλιπ Γουίντερ (Ρούντιγκερ Φόγκλερ), διασχίζει την Αμερική με αυτοκίνητο για τις ανάγκες ενός κειμένου που θέλει να γράψει για τη χώρα. Έχει χάσει όμως την έμπνευσή του κι έτσι αποφασίζει να γυρίσει στη Γερμανία. Στο αεροδρόμιο όμως θα γνωρίσει μία μητέρα (Λίζα Κρόιτσερ) με την κόρη της Αλίκη (Γιέλα Ροτλάντερ). Η νέα γυναίκα θα του ζητήσει να προσέχει τη δεκάχρονη κόρης της μέχρι να επιστρέψει. Η γυναίκα όμως δεν θα εμφανιστεί και ο Φιλίπ θα αναλάβει μοιραία την ευθύνη της…
Το φιλμ “Η Αλίκη στις Πόλεις”, είναι το άτυπο πρώτο μέρος μιας μοναδικής τριλογίας “δρόμου”, που θα συνεχιστεί με τις ταινίες “Λάθος Κίνηση” (The Wrong Move) του 1975 και “Στο Πέρασμα του Χρόνου” (Kings of the Road) του 1976. Το 1984, ο σπουδαίος Γερμανός κινηματογραφιστής θα επανέρθει στην αγαπημένη του θεματική με μία ακόμα σπουδαία δημιουργία στη συγκεκριμένη ενότητα. Ο λόγος βέβαια για την κλασσική πλέον ταινία “Παρίσι, Τέξας“.
Η ταινία του Βιμ Βέντερς «Η Αλίκη στις Πόλεις», είναι μία αυθεντική όσο και χαρακτηριστική “ταινία δρόμου”. Υπέροχοι στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο Ρούντιγκερ Φόγκλερ και η μικρή Γιέλα Ροτλάντερ, ενώ η ασπρόμαυρη φωτογραφία από τον Robby Muller, στοιχειώνει το κάθε καρέ του φιλμ. Ο Ρούντιγκερ Φόγκλερ, υπήρξε στενός συνεργάτης του Βέντερς. Σπούδασε υποκριτική στην Χαιδεμβέργη. Ξεκίνησε την καριέρα του στο θέατρο και έκανε το ντεμπούτο του στην ταινία “The Goalkeepers Fear of Penalty” το 1972. Εκεί γνωρίστηκαν κι έτσι ξεκίνησε μια στενή συνεργασία που κράτησε είκοσι χρόνια.
Γεννημένη το 1945 στη Βαυαρία της Γερμανίας, η Λίζα Κρόιτσερ είχε μια λαμπρή καριέρα τόσο στη Γερμανική τηλεόραση όσο και στον Γερμανικό κινηματογράφο. Με τον Βέντερς συνεργαστήκε στις εξής ταινίες: “Alice in the Cities” (1974), “The Wrong Move” (1975), “King of the Road” (1976), “The American Friend” (1977). Ενώ η χαρισματική πιτσιρίκα Γιέλα Ροτλάντερ, έχει συνεργαστεί με τον σκηνοθέτη στις ταινίες: “The Scarlet Letter” (1973), “Alice in the Cities” (1974), “Faraway, So Close” (1993).
«Υποθέτω πως είναι κάτι που υπάρχει στα γονίδιά μου, η δίψα για περιπλάνηση (wanderlust). Οι άνθρωποι είναι νομάδες. Σιγά σιγά έμαθαν τα εγκαθίστανται σ’ έναν τόπο. Την πρώτη φορά που ταξίδεψα μόνος, στα πέντε μου, ήμουν τόσο ενθουσιασμένος και γνώριζα από τότε, τουλάχιστον υποσυνείδητα, ότι αυτό θα ήταν η μοίρα μου: να γίνω ταξιδιώτης. Αυτό είναι το βασικό μου επάγγελμα. Σε παλαιότερες εποχές ίσως γινόμουν συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων. Ή ίσως ζωγράφος τοπίων. Νιώθω τυχερός που γεννήθηκα την εποχή του σινεμά. Μια ταινία είναι το ιδανικό μέσο για έναν ταξιδιώτη! Δεν θα άντεχα ποτέ να έβλεπα έναν τόπο στον χάρτη που να μην τον γνωρίζω…» – Βιμ Βέντερς
«Στο Πέρασμα του Χρόνου» (Kings of the Road – 1976)
Ο Μπρούνο ταξιδεύει μ’ ένα φορτηγό κατά μήκος των συνόρων Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας, επισκευάζοντας μηχανές προβολής επαρχιακών κινηματογράφων. Ένα πρωί βλέπει κάποιον να πέφτει με το αυτοκίνητό του στο ποτάμι. Πρόκειται για τον Ρόμπερτ, έναν ψυχογλωσσολόγο που εγκατέλειψε σπίτι και επάγγελμα και τον οποίο ο Μπρούνο βοηθά να διασωθεί.
Οι δυο τους, συνεχίζουν μαζί το ταξίδι και στη διάρκεια της περιπλάνησής τους βιώνουν διάφορες καταστάσεις, γνωρίζονται καλύτερα και επισκέπτονται το εγκαταλελειμμένο πατρικό σπίτι του Μπρούνο και τον πατέρα του Ρόμπερτ. Οι δύο άντρες, γίνονται φίλοι, συγκρούονται και στο τέλος χωρίζουν. Μια μέρα ο Ρόμπερτ φεύγει αφήνοντας πίσω του ένα σημείωμα που γράφει πως «όλα πρέπει ν’ αλλάξουν», ενώ ο Μπρούνο συνεχίζει τον μοναχικό του δρόμο.
«Η ταινία αναφέρεται στην ιστορία δύο ανδρών, αλλά είναι διαφορετική από τις αντίστοιχες αντρικές ταινίες του Χόλιγουντ, στις οποίες μένει απέξω η ουσία του πράγματος: το γιατί οι άνδρες προτιμούν να είναι μεταξύ τους και όχι με τις γυναίκες κι αν το κάνουν είναι μονάχα για να περάσουν τον καιρό τους. Η ταινία μου “Στο Πέρασμα του Χρόνου”, έχει ακριβώς αυτό το θέμα: δύο άντρες που στον έναν αρέσει η συντροφιά του άλλου και που αισθάνονται καλύτερα μαζί, παρά με τις γυναίκες. Θα δείτε τις αδυναμίες του καθενός, τις συναισθηματικές τους ανασφάλειες και πώς προσπαθούν να τις κρύψουν. Αλλά στο πέρασμα του χρόνου θα γνωριστούν καλύτερα και θα μιλήσουν για τα ελαττώματά τους, κάτι που θα τους οδηγήσει αναπόφευκτα στον χωρισμό. Χωρίζουν γιατί στην διάρκεια του ταξιδιού τους στη γερμανική ενδοχώρα ήρθαν ξαφνικά πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Πρόκειται για μια ιστορία που δεν λέγεται συχνά στις αντρικές ταινίες.» Γράφει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς και συνεχίζει:
«Η ιστορία της απουσίας των γυναικών και ταυτόχρονα η ιστορία της λαχτάρας γι’ αυτές. (…) To να περάσω τα σύνορα ή να βρεθώ σ’ ένα μέρος που δεν είχα ξαναπάει πριν, μου προκαλεί (όπως και σε οποιονδήποτε άλλο) μια πιο έντονη αίσθηση αυτού που συμβαίνει, γιατί το κάνω για πρώτη φορά. Μ’ άλλα λόγια η αντιληπτική ικανότητα εξαρτάται από το πόσο κάποιος είναι διατεθειμένος να αντιληφθεί: από την ψυχική του διάθεση και από τη δυνατότητα πρόσληψης που έχει. Και πιστεύω ότι οι αισθήσεις βρίσκονται σε εγρήγορση στη διάρκεια ενός ταξιδιού ή σε μια καινούργια κατάσταση. Το ταξίδι είναι για μένα μια κίνηση φαινομενολογική. Αυτό σημαίνει απλά ότι κάτι συμβαίνει και όχι απαραίτητα ότι κάτι μετασχηματίζεται. Παρ’όλα αυτά, το ταξίδι εμπεριέχει τη δυνατότητα του μετασχηματισμού και είναι αυτό ακριβώς που μ’ ενδιαφέρει στο θέμα του ταξιδιού: ένας δυνητικός μετασχηματισμός, όχι μονάχα ανάμεσα στα πρόσωπα αλλά και μέσα σ’ αυτά…»
«Ένας Αμερικανός Φίλος» (The American Friend – 1977)
Ο Τομ Ρίπλεϊ (Ντένις Χόπερ) είναι ένας Αμερικανός, που ζει στην Ευρώπη. Ο Ρίπλεϊ συνεργάζεται μ’ έναν πλαστογράφο έργων τέχνης στο Αμβούργο, αποκτώντας έτσι σχέσεις με ανθρώπους του υποκόσμου. Ένας από αυτούς, ο Ραούλ Μινό (Τζέραρντ Μπλεν), τον πλησιάζει μια μέρα και του προτείνει μια διαφορετική δουλειά. Όχι το συνηθισμένο εμπόριο πλαστών έργων, στο οποίο ειδικευόταν ο Ρίπλεϊ, αλλά τη δολοφονία ενός άντρα!
Ο Μινό του ζητά να γίνει εκτελεστής και να σκοτώσει έναν μαφιόζο εχθρό του. Ο Ρίπλεϊ καταστρώνει τότε ένα φιλόδοξο σχέδιο. Παράλληλα όμως σκέφτεται να μπλέξει στην υπόθεση τον Τζόναθαν Ζίμερμαν (Μπρούνο Γκαντζ), έναν ήρεμο οικογενειάρχη και τεχνίτη κορνίζας, που γνωρίζει τυχαία σε μια δημοπρασία. Όταν ο Ρίπλεϊ μαθαίνει ότι ο Τζόναθαν είναι βαριά άρρωστος, παραποιεί τα ιατρικά στοιχεία ώστε να δείχνουν ότι δεν έχει καθόλου χρόνο ζωής, για τον πείσει να διαπράξει τον φόνο.
Ο Τζόναθαν ανακαλύπτει έτσι σταδιακά μια εντελώς καινούργια πτυχή του εαυτού του και δελεάζεται από το μεγάλο χρηματικό ποσό που του προσφέρει ο Μινό για να εξασφαλίσει το αβέβαιο μέλλον της οικογένειά του. Μη γνωρίζοντας όμως τίποτα για την ανάμειξη του Ρίπλεϊ σε αυτή τη δολοπλοκία, γίνεται σιγά σιγά φίλος με τον Ρίπλεϊ, σε μια περίεργη όσο και μοιραία φιλία και για τους δύο…
Ένα συναρπαστικό και σκοτεινό θρίλερ, που αναδείχτηκε σε καλτ φιλμ, υπό τη σκηνοθετική μαεστρία του Βιμ Βέντερς. Η ταινία είναι πλούσια στην ουσία της και απολαυστική στην ιστορία της, η οποία μπορεί να διαβαστεί, σε πολλά επίπεδα με αποτέλεσμα η παρακολούθηση να εξελίσσεται σε μια συναρπαστική εμπειρία. Το φιλμ αποτελεί μια έξοχη μεταφορά του διάσημου μυθιστορήματος της Πατρίσια Χάισμιθ, «Το παιχνίδι του Ρίπλεϊ».
Μέσα από την πλοκή της ταινίας, παρακολουθούμε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ήρωες του σύγχρονης λογοτεχνίας θρίλερ, τον σκοτεινό όσο και χαρισματικό Τομ Ρίπλεϊ. Σε δεύτερο επίπεδο, καταλαβαίνουμε ότι ο Βέντερς εξερευνά τον κόσμο του φιλμ νουάρ και του θρίλερ, φτιάχνοντας ένα φιλμ που αισθητικά πλησιάζει το χιτσκοκικό σύμπαν του έντονου σασπένς, του μυστηρίου και της ίντριγκας. Η ταινία φτάνει να αποτελεί ένα νέο-νουάρ και είναι εμφανώς επηρεασμένη από τον “Άγνωστο του Εξπρές” του Άλφρεντ Χίτσκοκ, που είχε παρόμοια θεματολογία και βασιζόταν και εκείνο σε μυθιστόρημα της Χάισμιθ.
Παράλληλα όμως ο «Ένας Αμερικανός Φίλος» του Βιμ Βέντερς, αποτελεί και μια σπουδή πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η ιστορία των δύο, ιδιόμορφων συναισθηματικά ηρώων, του Ρίπλεϊ και του Τζόναθαν, προσφέρει το κατάλληλο πλαίσιο για να εξερευνήσουμε τις σκοτεινότερες πλευρές του ανθρώπινου χαρακτήρα, να αναρωτηθούμε για τα όρια της κάθε προσωπικότητας και να αναμετρηθούμε με τα βάθη τις ανθρώπινης ψυχής.
Ο μοναχικός αλλά περιπετειώδης Ρίπλεϊ και ο φιλήσυχος και συγκρατημένος Τζόναθαν φαίνονται να βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετες θέσεις. Όμως, στην πραγματικότητα αλληλοσυμπληρώνονται. Ο παράνομος Ρίπλεϊ αρνείται να διαπράξει δολοφονία ενώ ο καλοσυνάτος οικογενειάρχης οδηγείται στο έγκλημα σχετικά πιο εύκολα, έστω και μετά από δόλο. Ο Ρίπλεϊ στην εικόνα του Τζόναθαν βλέπει την οικογενειακή γαλήνη που του είναι ξένη, άρα και ελκυστική. Αλλά και για τον Τζόναθαν, ο Ρίπλεϊ αντιπροσωπεύει την περιπέτεια, όπως δεν είχε τολμήσει ποτέ να τη φανταστεί.
Και όλα αυτά, κάτω από τη σκιά του θανάτου, καθώς αυτός αποτελεί το συνδετικό στοιχείο των δύο ηρώων, σ’ ένα ιδιαίτερο τρίπτυχο: ο επικείμενος θάνατος του άρρωστου Τζόναθαν, ο θάνατος του μαφιόζου που αρνείται να αναλάβει ο Ρίπλεϊ και ο θάνατος που απειλεί και τους δύο ήρωες, όταν ενώνουν πλέον τις δυνάμεις τους σε μια κοινή, μοιραία καταδίωξη…
Όμως, ο Βέντερς και πάλι δεν μένει μόνο εκεί και δεν αρκείται μόνο σε αυτό. Με τολμηρή κινηματογράφηση πηγαίνει την ταινία του ένα βήμα μπροστά και πραγματοποιεί παράλληλα κι ένα δεικτικό σχόλιο για την αντιφατική σχέση μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης. Δείχνει τις διαφορές και τις αντιθέσεις στην κουλτούρα τους και το συναίσθημα αγάπης – μίσους που είχε η Δυτική Γερμανία απέναντι στην Αμερική, εξαιτίας του ρόλου που διαδραμάτισε η Αμερική μεταπολεμικά στη Γερμανία. Από αυτή την άποψη, ο Τζόναθαν αντιπροσωπεύει τη Γερμανία και ο Ρίπλεϊ, ο διαφθορέας, την Αμερική…
Τέλος, θα ήταν παράληψη να μην αναφέρουμε ότι στην ταινία εμφανίζονται εφτά διαφορετικοί σκηνοθέτες σε ρόλους ηθοποιού, κάτι ασυνήθιστο, που όμως αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο ο Βέντερς αποτίνει φόρο τιμής σε αγαπημένους του δημιουργούς. Συγκεκριμένα, εμφανίζονται οι δημιουργοί: Nicholas Ray, Samuel Fuller, Peter Lilienthal, Daniel Schmid, Rudolf Schündler, Lou Castel, Jean Eustache.
«Τα Φτερά του Έρωτα» (Wings of Desire – 1987)
«Για μένα, αυτή η ταινία είναι σαν μουσική ή σαν τοπίο: καθαρίζει ένα μέρος του μυαλού μου και σ’ αυτό το μέρος γεννιούνται ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές υπάρχουν και στην ταινία. Γιατί να είμαι εγώ και όχι εσύ; Γιατί είμαι εδώ και όχι εκεί; Πότε ξεκίνησε ο χρόνος και που τελειώνει το σύμπαν;» – Roger Ebert
“Τα Φτερά του Έρωτα”, δεν είναι μια γενική ή τυχαία αναφορά. Είναι συγκεκριμένα, γεωγραφικά και ημερολογιακά προσδιορισμένα. Είναι βασικά, μια ωδή στα Φτερά του αγαπημένου Βερολίνου. Εάν δεν είσαι λίγο παρατηρητικός, δύσκολα θα μπορέσεις να καταλάβεις πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν ο Γερμανός δημιουργός. Ένα έργο ουσιαστικά πολυεπίπεδο, με “καθαρές” και στιβαρές γραμμές, εξπρεσιονιστικό, ένα μοναδικό τεκμήριο της Ιστορίας.
Καθώς παρακολουθούμε την αφήγηση, ο καλλιτέχνης αναπαράγει σιγά σιγά, τη μορφή ενός έργου Τέχνης. Βλέπουμε τη νοσταλγία του ποιητή, μέσα από το Βερολίνο και τους ανθρώπους του. Η πόλη – μούσα του, τον οδήγησε στα αιώνια υπαρξιακά ζητήματα διότι για τον Wenders, ο κόσμος όλος περιστρέφεται γύρω από την πηγή έμπνευσης του, το Βερολίνο. Για τον δημιουργό, η συγκεκριμένη πόλη, αποτελεί τον ομφαλό της Γης.
Στο χωρισμένο από το τείχος Βερολίνο, άγγελοι περιπλανιούνται στους δρόμους, ακούγοντας τις σκέψεις των ανθρώπων. Ένας από αυτούς ερωτεύεται μια ακροβάτισσα του τσίρκου. Τα αισθήματά του γι’ αυτήν είναι τόσο έντονα που ζητά να χάσει το προνόμιο της αθανασίας και να γίνει θνητός. Επιλέγει λοιπόν να αφήσει την αιωνιότητα και να “οξειδωθεί μες στη νοτιά των ανθρώπων”, να σταματήσει να παρακολουθεί, με την ασπρόμαυρη ματιά του, τη ζωή και να τη ζήσει σαν άνθρωπος.
Έτσι, ο άγγελος Damiel (Μπρούνο Γκαντς) θα “εκπέσει” με τη θέλησή του, στους περιορισμούς του χρόνου, στην αρρώστια, στον πόνο και φυσικά στον θάνατο, καθώς μόνο έτσι θα μπορέσει να αγγίζει, να αισθάνεται, αλλά και να ζήσει σε τελική ανάλυση, τον έρωτά του για τη Marion (Σολβέιγ Ντομαρτέν). Θα καταφέρει δηλαδή να νοιώσει, όλα αυτά τα απλά και καθημερινά πράγματα που τα συνοψίζει μέσα στο φιλμ ο σπουδαίος ηθοποιός Πίτερ Φολκ, μπροστά από μία καντίνα, ξημερώματα, σ’ έναν αγαπημένο μονόλογο:
«Εδώ, με το τσιγάρο και τον καφέ. Κι αν τα κάνεις μαζί είναι φανταστικό. Ή να ζωγραφίσεις. Ξέρεις. Παίρνεις ένα μολύβι και κάνεις μία μαύρη γραμμή και μετά μία φωτεινή γραμμή και μαζί αποτελούν μία καλή γραμμή. Ή όταν τα χέρια σου είναι κρύα, μπορείς να τα τρίψεις μεταξύ τους, να έτσι βλέπεις, αυτό είναι καλό και αισθάνεσαι όμορφα! Υπάρχουν τόσα πολλά όμορφα πράγματα! Αλλά δεν είσαι εδώ – εγώ είμαι εδώ. Μακάρι να ήσουν εδώ. Εύχομαι να μπορούσες να μου μιλήσεις. Γιατί είμαι ένας φίλος…»
Ο Βέντερς, μέσα από την ταινία του «Τα Φτερά του Έρωτα», μας μεταφέρει στη σφαίρα ενός ιδανικού, όσο και ουτοπικού περιβάλλοντος, μακριά από τον υλισμό. Σ΄ έναν κόσμο πνευματικών συγκρούσεων και ιδεολογικών ζυμώσεων. Ο Βιμ, είναι ένας “παράξενος” σκηνοθέτης, που του αρέσει το λιτό ύφος, η μινιμαλιστική ατμόσφαιρα και το ελλειπτικό παίξιμο των ηθοποιών του. Λάτρης της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, ενώ παράλληλα επιλέγει με προσοχή και την μουσική επένδυση των ταινιών του.
Ο ελεγειακός ρυθμός που ακολουθεί ο Βέντερς σ΄αυτήν την ταινία του, βγαίνει με πόνο ψυχής και παράπονο, μα παράλληλα, δίνει ελπίδα ζωής κι αισιοδοξίας. Είναι το πιστεύω ενός ανθρώπου, που χρησιμοποιεί την ποίηση προσχηματικά για να αφυπνίσει τον κρυμμένο μας εαυτό. Ένα εικονοκλαστικό δημιούργημα, που θα στοιχειώσει για πάντα τον θεατή που θα τολμήσει να αφεθεί στη μαγεία του…
Έτσι λοιπόν, το φιλμ του Γερμανού σκηνοθέτη, αφηγείται με ιδιαίτερους συμβολισμούς, τη διαδικασία της αυτοβελτίωσης. Μια διαδικασία, που αποτυπώνεται ποικιλοτρόπος και στις διαφορετικές μεθοδολογίες της αφήγησης. Οι Άγγελοι άραγε υπάρχουν; Κι αν ναι, μήπως τελικά κρύβονται μέσα μας;
Για την ιστορία να πούμε, ότι το φιλμ, κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών το 1987, ενώ η ταινία είναι εμπνευσμένη από τις “Eλεγείες” του Nτουίνο Pίλκε, απ’ όπου προέκυψε και η ιδέα των Aγγέλων. Όλα αυτά βέβαια συγκερασμένα σε μια ταινία, που κατορθώνει να επανενώσει πειστικά, χωρίς ειδικά εφέ και αναχρονιστικές αφέλειες, τον κόσμο του αισθητού και του υπεραισθητού, προσδίδοντάς του κάτι από την παλιά και τη χαμένη του μαγεία.
Οι άγγελοι ζουν σ’ έναν ασπρόμαυρο και παράλληλο κόσμο με τον δικό μας, όπου δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τα χρώματα, τις γεύσεις, τις μυρωδιές, ούτε να ζήσουν τον έρωτα. Eκτός κι αν αποφασίσουν να απαρνηθούν την αθανασία τους και την απανταχού παρουσία τους, προνόμια που βιώνει σαν ψευδαίσθηση και ο θεατής.
Τα «Φτερά του Έρωτα» προκαλούν τον θεατή να βιώσει μέσα από τις αισθήσεις του και να ανατρέψει τη λογική που απαιτεί την καθυπόταξη του σώματος έναντι του πνεύματος. Ο Άγγελος, απαρνιέται την τελειότητα και επιλέγει, την ενεργό συμμετοχή και τη δημιουργία της ζωής του. Ερωτεύεται μια ακροβάτισσα, που σχοινοβατεί κάπου μεταξύ ουρανού και γης, μετέωρη ανάμεσα στα σύννεφα και στο χώμα. Πλέον, τα όποια φτερά τυχόν αποκτήσει, θα τα αποκτήσει μόνος του, μέσα από την επαφή του με τους ανθρώπους, τον υλικό κόσμο και μέσα από μια – πολλές φορές ίσως επίπονη – αλλά συνεχή προσπάθεια αυτοβελτίωσης.
Το φιλμ είναι ουσιαστικά ένας μοναδικός φόρος τιμής του καλλιτέχνη, στη ζωή, στον έρωτα, στο Βερολίνο, στη σκηνοθεσία, στους Αγγέλους και φυσικά, στην ποίηση. Διότι, «Φτερά του Έρωτα», είναι πολλά περισσότερα από μία ακόμη ταινία. Είναι ένας πίνακας ζωγραφικής, ένα τραγούδι, μια ωδή στη ζωή, την ειρήνη, και γιατί όχι στην αισιοδοξία.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η ταινία αποτελεί ένα γράμμα αγάπης του σκηνοθέτη με αποδέκτη τον θεατή, μια ιστορία που δίνεται μ’ έναν ποιητικό τρόπο καθώς ο δημιουργός επιχειρεί μια επιστροφή στην αθωότητα και την προσέγγιση του έρωτα, από αυτήν την σκοπιά. Xωρίς όμως να περιορίζεται εκεί. Ο έρωτας, είναι το όχημα για τη σωτηρία της ψυχής…
«Πίνα Μπάους» (PINA 3D – 2011)
«Η πορεία μου ως τώρα έχει υπάρξει υπέροχη και είμαι πάρα πολύ ευτυχής. Αλλά όταν φτιάχνω ένα καινούργιο κομμάτι η πορεία δεν παίζει κανένα ρόλο. Νιώθω πάντα σαν τον πρωτάρη.» – Πίνα Μπάους
Η Πίνα Μπάους γεννήθηκε στο Ζόλινγκεν της Γερμανίας το 1940 σε μια από τις πιο ταραγμένες στιγμές αυτής της Ηπείρου. Μεγάλωσε τριγυρνώντας ανάμεσα στους πάγκους και τα τραπέζια της ταβέρνας του πατέρα της. Μία ανάμνηση που αργότερα θα τη δούμε να ζωντανεύει και στη σκηνή καθώς υπήρξε η απαρχή για το έργο της «Καφέ Μύλλερ». Η σπουδαία αυτή δημιουργός και καλλιτέχνης, έφυγε στις 30 Ιουνίου του 2009, σε ηλικία 68 ετών.
Ο Βιμ Βέντερς είχε εντυπωσιαστεί και συγκινηθεί όταν, το 1985, παρακολούθησε για πρώτη φορά το “Café Müller” της χορογράφου Πίνα Μπάους από το Tanztheater Wuppertal στη Βενετία. Από τη συνάντηση αυτών των δύο καλλιτεχνών δημιουργήθηκε μια μακρόχρονη φιλία και με το πέρασμα των χρόνων, το σχέδιο για μια ταινία από κοινού.
Ωστόσο, η δημιουργία αυτής της ταινίας δεν ευδοκίμησε για μεγάλο διάστημα, εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων. Ο Βέντερς αισθανόταν ότι δεν είχε βρει τον τρόπο να απεικονίσει επαρκώς τη μοναδική τέχνη της κίνησης της μεγάλης χορογράφου, τις χειρονομίες, τον λόγο αλλά και τη μουσική. Με τα χρόνια το κινηματογραφικό αυτό project μετατράπηκε σε φιλικό τελετουργικό, με τους δύο καλλιτέχνες να το υπενθυμίζουν συνεχώς ο ένας στον άλλον.
Η καθοριστική στιγμή ήρθε για τον Βέντερς, όταν το συγκρότημα των U2 παρουσίασε στις Κάννες σε 3D προβολή τη συναυλία τους “U2-3D”. Ο Βέντερς αναφέρει χαρακτηριστικά: “Με το 3D η ταινία μας θα ήταν εφικτό να γίνει! Μόνο με αυτόν τον τρόπο, ενσωματώνοντας τη διάσταση του χώρου, θα μπορούσα να τολμήσω να μεταφέρω το Tanztheater της Μπάους στην κατάλληλη μορφή στην μεγάλη οθόνη.”
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε να διερευνά συστηματικά τη νέα γενιά του digital 3D cinema και το 2008, μαζί με την Πίνα Μπάους, άρχισαν να σκέφτονται την πραγματοποίηση του κινηματογραφικού τους ονείρου. Με τη συμβολή του Βέντερς, η Μπάους επέλεξε από το ρεπερτόριό της τα “Café Müller”, “Le Sacre du printemps”, “Vollmond” και “Kontakthof”.
Στις αρχές του 2009 ο Βέντερς και η εταιρεία παραγωγής Neue Road Movies, μαζί με την Μπάους και το Tanztheater Wuppertal, ξεκίνησαν τη φάση της προετοιμασίας των γυρισμάτων. Μετά από μισό χρόνο εντατικής δουλειάς, και μόλις 2 μέρες πριν τη σχεδιασμένη δοκιμή του 3D, συνέβη το μοιραίο… Η Πίνα Μπάους έφυγε στις 30 Ιουνίου του 2009, ξαφνικά και απροσδόκητα. Ανά τον κόσμο θαυμαστές του έργου της θρήνησαν για τον χαμό της σπουδαίας χορογράφου.
Η Πίνα Μπάους ήταν η καλλιτεχνική διευθύντρια του Tanztheater Wuppertal, το οποίο ίδρυσε το 1973. Η φήμη της, βέβαια, ξεπερνά τα όρια αυτά, καθώς θεωρείται από τις πρωτοπόρους του μοντέρνου χορού. Ανάμεσα στα έργα της, ήταν το πασίγνωστο “Café Müller” (1978) ένα έργο ημι-αυτοβιογραφικό γεμάτο αναμνήσεις από την οικογενειακή επιχείρηση. Το συναρπαστικό “Rite Of Spring” (1975), το “Nelken” (2005), όπου οι χορευτές καλούνται να χορέψουν σε μία σκηνή γεμάτη λουλούδια, το “Palermo Palermo” (1989), με τους χορευτές να χορεύουν ισορροπώντας ένα μήλο στο κεφάλι τους αλλά και το ιδιαίτερο “Kontakthof” (1978), το οποίο κλήθηκε να ερμηνεύσει μία ομάδα χορευτών, ηλικίας από 58 ως 77 ετών.
Ο Βιμ Βέντερς, αρχικά σταμάτησε τις προετοιμασίες, μιας και πείστηκε ότι η ταινία, χωρίς την Μπάους, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, μετά από μια περίοδο πένθους και με τη συγκατάθεση της οικογένειας και τις παρακλήσεις του προσωπικού και των χορευτών που επρόκειτο να ξεκινήσουν τις πρόβες για την ταινία, ο Βέντερς αποφάσισε τελικά να γυρίσει την ταινία, έστω και χωρίς την Πίνα Μπάους στο πλευρό του.
Η ερευνητική και τρυφερή ματιά της στις χειρονομίες και τις κινήσεις των χορευτών, καθώς και κάθε λεπτομέρεια της χορογραφίας της, ήταν ακόμη “ζωντανά”. Τώρα πια, παρά τη μεγάλη απώλεια, είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή, και ίσως η τελευταία για να αποτυπωθούν όλα τα παραπάνω σε μια ολοκληρωμένη δημιουργία.
Η ταινία λοιπόν περιλαμβάνει, εκτός από αποσπάσματα από τις 4 παραγωγές που είχε επιλέξει η ίδια η Μπάους, αρχειακό υλικό της χορογράφου εν ώρα δουλειάς, με την καινοτομία της 3D τεχνολογίας, καθώς και πολλές σόλο εμφανίσεις των χορευτών της. Για να το πετύχει αυτό, ο Βέντερς χρησιμοποίησε τη μέθοδο των ερωτήσεων, που χρησιμοποιούσε και η Μπάους στις δικές της παραγωγές.
Έθετε ερωτήματα και οι χορευτές της απαντούσαν όχι με λέξεις, αλλά με αυτοσχέδιες χορογραφίες και με τη γλώσσα του σώματος. Εξέφραζαν τα βαθιά τους συναισθήματα και τις προσωπικές τους εμπειρίες, από τις οποίες η Μπάους, μέσω εντατικών συνεδριών με την ομάδα της, δημιουργούσε τα δικά της χορευτικά κομμάτια.
Ο Βέντερς στράφηκε σε αυτή τη μέθοδο, όταν προσκάλεσε τους χορευτές να εκφράσουν στην ταινία τις αναμνήσεις τους από την Μπάους, με ξεχωριστές σόλο εμφανίσεις. Κινηματογράφησε λοιπόν τα διαφορετικά αυτά σόλο σε πολλές τοποθεσίες μέσα και γύρω από το Wuppertal. Το αποτέλεσμα, είναι απλά μαγικό, αποδεικνύοντας ότι η χρήση της τεχνολογίας του 3D μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καλλιτεχνικές ταινίες πέρα από αυτές της απλής διασκέδασης.
Ο Βέντερς κατάφερε να μας χάρισε το 2011 ένα από τα κορυφαία δείγματα γραφής με χρήση της τεχνολογίας του 3D. Μέσω του ντοκιμαντέρ του, αποτίει φόρο τιμής στη μεγάλη χορεύτρια Pina Bausch, καταφέρνοντας να μας κάνει κοινωνούς σ’ ένα μοναδικό δημιούργημα. Ένα δημιούργημα, το οποίο όχι μόνο κατέκτησε κοινό και κριτικούς, αλλά του χάρισε το 2012 και μία Υποψηφιότητα για Όσκαρ, στην κατηγορία του ντοκιμαντέρ.
«Η αποφασιστική ώθηση στην απόφαση μου για να κάνω ένα ντοκιμαντέρ είναι πολύ απλή. Μου αρέσει κάτι πολύ, και θέλω να το μοιραστώ με όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Στην περίπτωση του «Buena Vista Social Club» ήταν η μουσική αυτών των Κουβανών μουσικών, στο «Notebook on Cities and Clothes» ήταν το έργο του Ιάπωνα σχεδιαστή Yohji Yamamoto, στην «Pina» ήταν η φανταστική ομορφιά της χορογράφου Πίνα Μπάους και στο «Αλάτι της Γης» ήταν οι εκπληκτικές φωτογραφίες του Σεμπαστιάο Σαλγάδο.» – Βιμ Βέντερς
«Το Αλάτι της Γης» (The Salt of the Earth – 2014)
Tα τελευταία 40 χρόνια, ο φωτογράφος Σεμπαστιάο Σαλγκάδο ταξιδεύει σε όλες τις ηπείρους καταγράφοντας τις αλλαγές της ανθρωπότητας. Έχει υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας μεγάλων γεγονότων της πρόσφατης ιστορίας. Παρών σε πολέμους, λιμούς, κύματα προσφύγων και συνοδοιπόρος με ανθρώπους όλων των ειδών και χρωμάτων από διαφορετικές φυλές, ο Σαλγκάδο συνεχίζει να ταξιδεύει στον πλανήτη αναζητώντας παρθένα σημεία του, άγρια χλωρίδα και πανίδα και μεγαλοπρεπή μοναδικά τοπία σ’ ένα τεράστιο έργο καταγραφής της ομορφιάς του πλανήτη Γη.
Οι εικόνες του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, οι ιστορίες του και η σοφία που έχει αποκτήσει μέσα από τις μοναδικές εμπειρίες του, παρουσιάζονται στο «Αλάτι της Γης». Εμπειρίες τις οποίες παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια του γιου του, Τζουλιάνο Σαλγκάδο και του σπουδαίου σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς, δημιουργού μεταξύ άλλων των επίσης εξαιρετικών ντοκιμαντέρ “Buena vista social club” και “Pina”, αλλά και θρυλικών ταινιών όπως: «Η Αλίκη στις Πόλεις» (Alice in the Cities – 1974), «Στο Πέρασμα του Χρόνου» (Kings of the Road – 1976), «Ένας Αμερικανός Φίλος» (The American Friend – 1977), «Τα Φτερά του Έρωτα» (Wings of Desire – 1987) κ.α.
«Στον «σκοτεινό θάλαμο», ανατρέξαμε σε ολόκληρο το φωτογραφικό έργο του Σεμπαστιάο, λίγο πολύ κατά χρονολογική σειρά, για μια εβδομάδα. Ήταν πολύ δύσκολο γι ‘αυτόν – και για εμάς που βρισκόμαστε πίσω από την κάμερα επίσης – επειδή ορισμένες λήψεις είναι πολύ σκληρές και μερικές είναι πραγματικά ανατριχιαστικές. Για τον Σεμπαστιάο ήταν σαν να επέστρεφε σε αυτά τα μέρη και αυτές οι εσωτερικές διαδρομές «στην καρδιά του σκότους» νιώθαμε να μας καταβάλουν. Μερικές φορές χρειαζόταν να σταματήσουμε και να βγω έξω μια βόλτα, για να αποστασιοποιηθώ λιγάκι απ’ ό,τι είχα μόλις δει και ακούσει.» – Βιμ Βέντερς
Τρία χρόνια μετά το υπέροχο ντοκιμαντέρ – με την χρήση της τεχνολογίας του 3D- για τη σπουδαία Γερμανίδα χορογράφο Πίνα Μπάους, ο εμβληματικός Γερμανός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς, παρουσιάζει το νέο του δημιούργημα. Πρόκειται για το ντοκιμαντέρ «Το Αλάτι της Γης» (The Salt of the Earth), το οποίο συνυπογράφει με τον Τζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάντο, που περιγράφει τη ζωή και το έργο του καταξιωμένου Βραζιλιάνου φωτορεπόρτερ Σεμπαστιάο Σαλγάδο. Μέσα από μαγευτικά πλάνα, το φιλμ συνθέτει ένα συναρπαστικό καλειδοσκόπιο της ανθρώπινης υφηλίου, με όλες τις αντιφάσεις της.
Το «The Salt of the Earth» (Το Αλάτι της Γης), αποτελεί ένα από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ του 2014. Μια συγκινητική ταινία που ξεπερνά κατά πολύ το θέμα της και μεταμορφώνεται σε σπουδή για τον άνθρωπο και το περιβάλλον του. Ένα πραγματικά εντυπωσιακό δημιούργημα που μέσα από αρμονικές εναλλαγές έγχρωμου και ασπρόμαυρου φιλμ, ταξιδεύει τον θεατή μαγικά, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Η επίσημη ελληνική πρεμιέρα της ταινίας των Βιμ Βέντερς και Τζουλιάνο Σαλγκάδο, πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο στο πλαίσιο του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ενώ στη συνέχεια το ντοκιμαντέρ κυκλοφόρησε στις Κινηματογραφικές Αίθουσες σε διανομή της FilmTrade.
«Περάσαμε καρέ καρέ ολόκληρο το φωτογραφικό έργο του, εικόνα με την εικόνα, μέρα με τη μέρα, για μια-δυο εβδομάδες. Αυτή τη φορά, κάθισα πίσω από την κάμερα, όντας πλέον “αόρατος” για τον Σεμπαστιάο. Κάθε φορά που ένιωθα ότι είχε ολοκληρώσει την ιστορία του για την φωτογραφία που βρισκόταν στον “υποβολέα”, μπορούσα να στραφώ στην επόμενη που είχαμε επιλέξει. Μόνο που αυτή τη φορά ήμουν καλύτερα ενημερωμένος από τα γυρίσματα στην αρχή που είχαμε κάνει. Πλέον γνώριζα το έργο του και κάναμε την επιλογή για αυτό το δεύτερο πέρασμα των επιλεγμένων φωτογραφιών από κοινού.» – αναφέρει χαρακτηριστικά στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Tvxs ο Γερμανός σκηνοθέτης και συμπληρώνει:
«Ήταν πολύ έντονη διαδικασία. Ο Σεμπαστιάο ένιωθε πραγματικά ολομόναχος με τις φωτογραφίες του, ενώ την ίδια στιγμή μέσω του υποβολέα ερχόταν σε επαφή με το κοινό, χωρίς όμως να του αποσπά την προσοχή από την αφήγηση και την εξιστόρηση του δικού του έργο. Αυτό το σκηνικό ήταν τόσο συναισθηματικά φορτισμένο, ώστε συχνά έπρεπε να σταματάμε το γύρισμα. Οι αναμνήσεις του τον είχαν καταβάλει, ακόμα κι εμένα με είχαν κυριεύσει πάρα πολύ, που βρισκόμουν πίσω από την κάμερα. Δεν ξέρω αν ποτέ πέρασα δύο εβδομάδες με τόση συμπυκνωμένη και έντονη διαδικασία γυρισμάτων.»
«Όλα Θα Πάνε Καλά» (Everything Will Be Fine – 2015)
Φέτος τον Φλεβάρη, το 65ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου τίμησε με Χρυσή Άρκτο τον Βιμ Βέντερς, ενώ προβλήθηκαν δέκα χαρακτηριστικές ταινίες από την πλούσια φιλμογραφία του κορυφαίου δημιουργού. Παράλληλα ο Βέντερς, έχοντας πρόσφατα ολοκληρώσει τα γυρίσματα της νέας του τρισδιάστατης ταινίας, με τίτλο «Everything Will Be Fine» και πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Φράνκο, παρουσίασε την ταινία στην Μπερλινάλε, εκτός διαγωνιστικού. Στην ερώτηση τι πραγματεύεται η συγκεκριμένη ταινία και ποια είναι τα μελλοντικά του σχέδια, ο Βέντερς μας απάντησε:
Όντως η Μπερλινάλε με τίμησε με το βραβείο “Homage”, το οποίο παράλληλα σήμαινε ότι θα προβάλλονταν και δέκα ταινίες μου. Ευτυχώς το ήξερα λίγο καιρό πριν, έτσι ώστε εμείς να μπορέσουμε τον προηγούμενο χρόνο να επεξεργαστούμε κάποια από τα φιλμ που θα παρουσιάζονταν. Και λέω επίτηδες “εμείς” διότι αναφέρομαι στο Ίδρυμα Βιμ Βέντερς (Wim Wenders Foundation). Πλέον δεν μου ανήκουν τα φιλμ μου. Είναι εδώ και δύο χρόνια ιδιοκτησία του Ιδρύματος ή μάλλον για να το θέσω καλύτερα: “ανήκουν στον εαυτό τους“. Όλα τα έσοδα από τα φιλμ πηγαίνουν στην συντήρησή τους και σε πρότζεκτ για νέους κινηματογραφιστές, ώστε να μπορέσουν να παρουσιάσουν το δικό τους έργο.
Η συντήρηση των έργων ήταν επιβεβλημένη αν θέλαμε να επιζήσουν στην φθορά του χρόνου. Αυτά τα φιλμ έχουν τώρα υποστεί υψηλή ψηφιακή επεξεργασία (σε ανάλυση 4K) και ελπίζω ότι έτσι θα διατηρηθούν αναλλοίωτα για πολλά χρόνια ακόμα. Πλέον δεν χρειάζονται εμένα. Μπορούν να “μιλήσουν” από μόνα τους. Ήμουν ανακουφισμένος που μέσα από αυτή την ρετροσπεκτίβα είχαμε παράλληλα την ευκαιρία και τη δυνατότητα να επεξεργαστούμε τα συγκεκριμένα φιλμ.
Το γεγονός ότι παράλληλα με το αφιέρωμα στις ταινίες μου, θα είχα τη δυνατότητα να δείξω σε πρεμιέρα στην Μπερλινάλε τη νέα μου δημιουργία “Every Thing Will Be Fine”, ήταν κάτι για το οποίο ήμουν πολύ ενθουσιασμένος. Δείχνοντας την καινούργια μου δουλειά, αισθανόμουν ότι άνοιγα παράλληλα και μία πόρτα στο μέλλον. Αυτό ήταν ένα καινούργιο συναίσθημα για εμένα. Διότι πρόκειται για μία ανεξάρτητη παραγωγή μίας ταινίας μυθοπλασίας που παρουσιάζει ένα οικείο οικογενειακό δράμα, το οποίο έχει γυριστεί με την τεχνολογία του 3D.
Είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Είχα ένα ονειρικό καστ ηθοποιών με τον Τζέιμς Φράνκο, την Σαρλότ Γκενσμπούργκ, την Μαρί-Ζοζέ Κροζ και την Ρέιτσελ Μακ Άνταμς. Είχα επίσης έναν φανταστικό συνθέτη, τον συμπατριώτη σας Αλεξάντερ Ντεπλά (Αλέξανδρος Λαδόπουλος). Ο Ντεπλά, συνέθεσε για την ταινία ένα πραγματικά φανταστικό ορχηστικό μουσικό σκορ. Όπως καταλαβαίνετε είμαι πολύ ενθουσιασμένος με το νέο μου φιλμ: “Every Thing Will Be Fine”…
Αν και το φιλμ «Όλα Θα Πάνε Καλά» δεν συγκρίνεται με παλαιότερες αριστουργηματικές δημιουργίες του Βέντερς, ωστόσο πολλά από τα χαρακτηριστικά που τον καθιέρωσαν κάνουν κι εδώ την εμφάνιση τους. Τέλεια φωτογραφία, προσεγμένα κάδρα απαράμιλλης ομορφιάς κι ένα υπέροχο μουσικό σκορ, προσπαθούν να μας εισάγουν στο συμπαθητικό αλλά όχι αξιομνημόνευτο σενάριο του Bjørn Olaf Johannessen.
Οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται με επάρκεια και παρά το γεγονός ότι το φιλμ βασίζεται στον Τζέιμς Φράνκο, είναι η μούσα του Λαρς Φον Τρίερ, η Σαρλότ Γκενσμπούργκ, που κερδίζει και πάλι τις εντυπώσεις. Οι χρονικές μετατοπίσεις φαίνεται να αποσυντονίζουν τον θεατή που προσπαθεί να εισχωρήσει στον μαγικό κόσμο του Βέντερς, αλλά ευτυχώς το πέρασμα του χρόνου αποτυπώνεται έξυπνα και συμβολικά, μόνο μέσα από τα πρόσωπα των παιδιών που συμμετέχουν στο έργο και που σταδιακά τα παρακολουθούμε να μεγαλώνουν και να εξελίσσονται.
Σκηνοθετικές παραγωγές
2003 The Blues (TV Series documentary) (1 episode)
1977 Ein Haus für uns – Jugenderholungsheim (TV Series) (2 episodes)