(προδημοσίευση από το βιβλίο «Φιλμ νουάρ… όπως η ζωή»)
Ένα κείμενο με αφορμή την ταινία «Καζαμπλάνκα» του Μάικλ Κέρτιζ.
Αυτή η αποδοχή της σύμβασης καταγράφεται όχι μόνον ως η
άρνηση της σκηνοθεσίας, αλλά ως η προσφορά των ζητούμενων
υπερβολών από το φαντασιακό μας.
Στο ερώτημα ποιο είναι το κύριο μοτίβο του φιλμ, οι στίχοι του τραγουδιού «Είναι η ίδια παλιά ιστορία, μια πάλη για έρωτα και δόξα» («It’s still the same old story, a fight for love and glory») ή η φράση του φινάλε «Αυτή είναι η αρχή μιας μεγάλης φιλίας», θα απαντήσω σίγουρα κανένα, μα μόνον τα ντεκόρ. Η σκηνοθεσία του «πραγματικού» – η εξωτική Καζαμπλάνκα αποτυπώθηκε σε στούντιο – και η «παραγωγή» του σεναρίου μέρα με τη μέρα συνεισέφεραν ώστε να αποκοπεί η μονοδιάστατη οπτική πάνω στη γραφικότητα του εξωτικού μελοδράματος.
Ο Κέρτιζ, αυτός ο μέγας τεχνίτης του ανατρεπόμενου ακαδημαϊσμού, είχε επιδιώξει δύο δεδομένα: Την πατριωτική ματιά (ένα είδος καθήκοντος που το επεδίωκε το Χόλιγουντ) και τη δική του άποψη: Πως δηλαδή το αναπαραστατικό σύστημα πρέπει να ακυρώνει το «πραγματικό» όχι για να το παραγράφει, αλλά να το παρακάμπτει. Αυτή η έξοχη by pass τεχνική οδηγεί κατ’ ευθείαν στη γενναιόδωρη ψυχαγωγία χωρίς κανένας να έχει το δικαίωμα να μιλήσει για ασυνειδησία του σινεμά. Έτσι, η σκηνοθεσία αρνείται τον εαυτό της και αφηγείται τις περιπέτειές της. Γιατί όλοι εμείς που συγκλονιζόμαστε κάθε φορά που βλέπουμε την ταινία, μπαίνουμε κατ’ ευθείαν στον παράπλευρο δρόμο (το by pass που έγραψα πιο πάνω), εκεί που μας σπρώχνει στην κυριολεξία ο Κέρτιζ.
Γιατί συγκινεί τόσο πολύ η ταινία για το ρομαντισμό, τις ανακλήσεις της, την αναπόληση του απολεσθέντος; Μα γιατί όλα είναι χάρτινα εκ προοιμίου, εξωπραγματικά, υπερβολικά διογκωμένο, ντεκόρ. Αυτή η αποδοχή της σύμβασης καταγράφε- ται όχι μόνον ως η άρνηση της σκηνοθεσίας, αλλά ως η προσφορά των ζητούμενων υπερβολών από το φαντασιακό μας. Γουάιλερ, Γουάλντερ και άλλοι πιο καταφρονεμένοι (διάβαζε Κέρτιζ) γνώριζαν πώς να «χαϊδεύουν» την κάμερα, να μην εκβιάζουν το σενάριο, να μην πιέζουν τους ηθοποιούς κι έτσι να προκύπτει η σκηνοθεσία του αόρατου (δηλαδή του φαντασιακού).
Η «Καζαμπλάνκα» στηρίζεται πάνω σε αρχετυπικά υλικά και προσφέρει και άλλα θέματα. Ιδίως την απόλαυση του ασπρόμαυρου και την περιπέτεια της… ασφάλειας. Όλα αυτά καταχωρούνται με επιμέλεια αλλά και χαλαρότητα στο πλαίσιο μιας υποψίας. Όσοι έχουν δει τη «Σειρήνα της Μαρτινίκα» του Χοκς, γνωρίζουν ότι τότε Μπόγκαρντ και Μπακόλ τα είχαν «φτιάξει» ερωτικά. Έτσι ο διαχρονικός θεατής της «Καζαμπλάνκα» μπορεί να φαντασιώνεται πώς και γιατί παίζουν έτσι Μπόγκαρντ και Μπέργκμαν.
Η κοσμολαγνεία, που απασχόλησε ιδιαίτερα τον Χίτσκοκ, είναι κάτι που κατέχει ο Κέρτιζ. Η ηδονοβλεψία, το βλέμμα που ξεγυμνώνει, το εξωφιλμικό ενδιαφέρον μεταβιβάζουν στην «Καζαμπλάνκα» μια άλλη αίσθηση πέραν του πατριωτικού. Είναι οι αυτοματοποιημένες σκηνοθεσίες της ζωής μας, τα αντανακλαστικά του έρωτα, το πάθος του σινεμά και η κατασκευή «ομοιωμάτων».
Είναι τελικά το στιλιζάρισμα στοιχείο του πραγματικού ή μια περιστασιακή συσκευασία του; Αυτή την απάντηση καλείστε να δώσετε, ξαναβλέποντας το συγκεκριμένο αριστούργημα, που τρέχοντας πάνω στις ράγες του νουάρ εκτροχιάζεται προς πολλά κινηματογραφικά είδη. Ωστόσο, το νουάρ στοιχείο σταθερός, συνεκτικός ιστός, διατρυπά συνεχώς το φιλμικό σώμα, το «μαρινάρει», το εκθέτει δημιουργικά.
Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου