Έχουν περάσει μήνες αρκετοί. Τελευταία φορά που μπήκε σε κουρείο ήταν πολύ καιρό πριν! Δεν το είχε ξανακάνει ποτέ ως τώρα στη ζωή του. Τα μαλλιά που αραίωναν σταδιακά μπροστά, αφήνοντας μια φαλακρίτσα να διαφαίνεται, είχαν μεγαλώσει χαρακτηριστικά πίσω. Δεν ήταν πια εύκολο ούτε να τα χτενίσει, έστριβαν αριστερά – δεξιά, θύμιζε ευγενή περασμένων αιώνων…
Και μόνο στην ιδέα του κουρέματος τον έπιανε τρόμος. “Κι αν φανεί περισσότερο η γύμνια του κεφαλιού μου;”… “Άσε που όσο πάει και ζητάνε περισσότερα οι καλοί κουρείς! Πώς να εμπιστευθείς κάποιον άλλο;”…
Δεν έβρισκε πλέον διέξοδο. Οι συμβουλές ένθεν κακείθεν ήταν συγκρουόμενες σαν τα αυτοκινητάκια που έπαιζε μικρός στο λούνα – παρκ: “Κουρέψου, ρε! Δεν σου πάνε. Δείχνεις μεγαλύτερος μ’ αυτά!” έλεγαν οι μεν, “Μη διανοηθείς να τα κόψεις! Θα σου χαλάσει τελείως η εικόνα και μετά άντε να ξαναφτιάξει!” αντέκρουαν οι δε.
Ήταν κι άλλα που συνόδευαν, όμως, τις ιδέες τους: “Δεν τα ξυρίζεις τελείως, τώρα που είναι και μόδα; Κι αν δεν σου πολυαρέσει στην αρχή, αργά ή γρήγορα θα συνηθίσεις”… “Τρελός είσαι; Το μαλλί αν το κόβεις δυναμώνει”… Δεν ήξερε τι να κάνει, είχε πελαγώσει. Η απόφαση έπρεπε να ληφθεί άμεσα, θα άρχιζε ένα μεγάλο κοσμικό γεγονός, όπου το look και το glamour έπαιζαν καίριο ρόλο. Να ακολουθήσει τις παλιές του συνήθειες, δηλαδή να ξαναπεράσει το κατώφλι του μπαρμπέρη, όπως έκανε παλιά, ή να διώξει κάθε τέτοια σκέψη μια και καλή; Και μετά, ως πότε θα μπορούσε να τα αφήσει να τραβούν σε μάκρος, μήπως τον “’έπνιγαν” τελικά χωρίς να το αντιληφθεί καν;
Ξάφνου, ησύχασε! Γιατί να σπαζοκεφαλιάζει μάταια; Θα άφηνε τον τελευταίο λόγο στους πλούσιους φίλους του. Δεν μπορεί! Κάτι παραπάνω θα γνώριζαν εκείνοι -και τον αγαπούσαν τόσο πολύ, αφότου τους είχε βοηθήσει σε κάτι δύσκολες ώρες που είχαν περάσει… Θα έπραττε ό,τι του έλεγαν, για να μην είχε και τύψεις μετά με τον εαυτό του. “Αν ρίξω την ευθύνη για την πράξη μου σε άλλους δεν θα έχω πιο ήσυχη τη συνείδησή μου;” αναρωτήθηκε και απάντησε θετικά μόνος του, χαμογελώντας με ανακούφιση.
Το’ πε κι έγινε: η απόφαση ελήφθη και απλώς όφειλε να είναι σε διπλανό δωμάτιο για να την πληροφορηθεί λίγο πριν τον υπόλοιπο κόσμο. “Θα σε κουρέψουμε εμείς. Μάλλον θα σου κόψουμε τα μισά μαλλιά για μην στενοχωρηθείς και τόσο που θα τα στερηθείς. Ούτως ή άλλως, η φύση προβλέπει ότι σε σύντομο χρόνο θα σου ξαναμεγαλώσουν, μπορεί μάλιστα και να αγριέψουν αν τα πάρουμε με την ψιλή”. Κάθισε χαλαρωμένος στην παλιά πολυθρόνα του κουρείου. Τόσοι και τόσοι είχαν περάσει από εκεί στο παρελθόν. Αν και το σλόγκαν του μπαρμπέρικου ήταν “Τα καθαρά χέρια”, γύρω του έβλεπε παντού κομμένες τρίχες. Τρίχες ατέλειωτες, σε κάθε μέγεθος, σαν να μην είχε σκουπίσει ποτέ κανείς στο χώρο. Τρίχες στην τηλεόραση, στο ραδιοφωνάκι παραδίπλα, στην εφημερίδα που διάβαζε όποιος περίμενε τη σειρά του στο κουρείο… Θα έμεναν λοιπόν και οι δικές του εκεί, να “στολίζουν” τη διακόσμηση; “Και τι σ’ ενδιαφέρει;” είπε φωναχτά και γέλασε: “Τρίχες”!
Δημοσθένης Ξιφιλίνος