Βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Mickey Spillane, το Kiss me deadly μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη από τον Robert Aldrich, στον οποίο οφείλει την μοναδική της αισθητική. Καλογυρισμένα πλάνα, προσεγμένες λήψεις, τόσο ρεαλιστικά γυρισμένο, που ακόμα και όταν προσεγγίζει τις μη ρεαλιστικές πτυχές του σεναρίου παραμένει απολαυστικό. Ένα προσεγμένο φιλμ νουάρ σε μια περίοδο όπου το είδος έχει αρχίσει να περνάει στη φθίση του, με τις Cloris Leachman και Maxine Cooper να κάνουν αμφότερες το ντεμπούτο τους.
Ο ντεντέκτιβ Mike Hammer (Ralph Meeker) μαζί με τη συνεργάτιδά του Velda (Maxine Cooper) αναλαμβάνουν να «εποπτεύουν» περιπτώσεις διαλυμένων γάμων, και συχνά να τους αποτελειώνουν. Η καθημερινότητά τους αλλάζει όταν ένα βράδυ ο Mike παίρνει σε ένα οτοστόπ, την όμορφη Christina (Cloris Leachman) η οποία αποδεικνύεται πως το έχει σκάσει από το ίδρυμα και την καταδιώκουν. Η συνεπιβάτιδά του θα καταλήξει νεκρή και ο ίδιος του βρίσκεται στο στόχαστρο μιας ομάδας ανδρών που προσπαθούν να βεβαιωθούν με κάθε τρόπο πως δε θα ανακατευτεί παραπάνω με την υπόθεση.
Ο Mike παρά τον κίνδυνο στον οποίο βάζει τον εαυτό του και τους κοντινούς του, παλεύει να μάθει τι συνέβη. Σύντομα γνωρίζεται με την πρώην συγκάτοικο της Christina, την Lily Carver (Gaby Rodgers) η οποία αποδεικνύεται πως είναι αυτή που κατευθύνει γεγονότα, γιατί κυνηγά μια μυστηριώδη βαλίτσα μαζί με τον Dr. Soberin (Albert Dekker). Η βαλίτσα περιέχει ουράνιο, για το οποίο η Lily, σκοτώνει τον συνεργό της και τραυματίζει τον Mike που είχε πάει να σώσει τη Velda την οποία κρατούσε όμηρο. Ωστόσο η σειρά των καταστροφικών γεγονότων δεν παύει εκεί καθώς η βαλίτσα με το ραδιενεργό στοιχείο ανοίγεται και το σπίτι τινάζεται στον αέρα.
Πέρα από τις ξεκάθαρες αναφορές στον ψυχρό πόλεμο που ξεκινά στις αρχές του 1950, οι οποίες τοποθετούν την ταινία σε μία από τις πρώτες που περιέχουν sci-fi στοιχεία, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το διπλό τέλος της ταινίας. Στην πρώτη εκδοχή, του 1955 ο Mike και η Velda καταφέρνουν να ξεφύγουν από την έκρηξη, ενώ στη δεύτερη, οι τίτλοι τέλους πέφτουν με το που γίνεται η έκρηξη, αφήνοντας να εννοηθεί πως κανείς δεν γλίτωσε από την καταστροφή.
Το μηδενιστικό κλίμα της παράνοιας μιας εποχής, δίνεται άρτια από έναν σκηνοθέτη-αρνητή του Αμερικανικού ονείρου όπως ο Aldrich, με τη μουσική επένδυση ( soundrack το Rather Have the Blues) και τους πολύπλευρους χαρακτήρες να ενορχηστρώνουν αρμονικά την παραφωνία των γεγονότων. Στα παραλειπόμενα αξίζει να αναφερθεί η επίδραση που θεωρείται πως έχει ασκήσει η ταινία στο Pulp Fiction του Quentin Tarantino.
Έφη Παλιοτζήκα