(προδημοσίευση από το βιβλίο του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου «Στις ομίχλες του νουάρ»)
Ένα κείμενο με αφορμή την ταινία «Η γαλάζια ντάλια» του Τζορτζ Μάρσαλ)
Σπάνια νουάρ επέδειξε τέτοια γοητεία, τέτοια οργάνωση σκηνών και τέτοια προσοχή στις λεπτομέρειες. Σπάνια ταινία έπαιξε τόσο έξυπνα με την παραίσθηση, με όρους «πραγματικότητας».
Το απόκοσμο και μυστικιστικό, το διαφορετικό και μη αλλοτριωμένο πρόσωπο του καθημερινού, η παραίσθηση, η ευφορία και το «άλλο» μπορούν να κινηματογραφηθούν μόνον με ένστικτο.
Εξακολουθεί να μου προκαλεί μέγιστη απορία πώς ένας καταφρονεμένος επαγγελματίας σκηνοθέτης, όπως ήταν ο Τζορτζ Μάρσαλ, πέτυχε μια τέτοια λειτουργική απόδοση αυτού του «άλλου», που έρπει υπόγεια είτε ως επικίνδυνο φίδι είτε ως καυτή παραβατική επιθυμία. Ρισκάρω να υποθέσω πως ο Αντονιόνι, δηλωμένος λάτρης του νουάρ (κάποιες ταινίες του ανήκουν σ’ αυτό το είδος), μετέφερε δημιουργικά στοιχεία της «Γαλάζιας ντάλιας» στη «Νύχτα» του.
Δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως τη μεγάλη επίδοση την προκαλεί το εξαιρετικό διαπλεκόμενο σενάριο του Ρέιμοντ Τσάντλερ, μια και οι αρετές είναι βασικά οπτικές με κινηματογράφηση κολλώδη, ερεβώδη, λεία, «γλιστερή». Θεωρώ πως ο Μάρσαλ σ’ αυτό το φιλμ πλησιάζει ιδιαίτερα το γοτθικό και «βαρύ» ύφος και ήθος του Πρέμινγκερ. Διαθέτει μια εξπρεσιονιστική ματιά, που κάποιες φορές συναντάται στα νουάρ του Λανγκ.
Σ’ αυτήν την εφιαλτική ίντριγκα, στο «λερωμένο» κόσμο της συνεχούς απάτης, διαυγάζει η ευφορία για μια νέα συμφωνία της αμερικανικής κοινωνίας. Υπάρχει ένα ορμητικό ποτάμι-σύνορο, το τεράστιο ρήγμα, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Υπάρχουν οι Αμερικανοί που πολέμησαν εκεί, μεταξύ των οποίων και ο Τζόνι, που επιστρέφει στην πατρίδα από το ναυτικό με την παρέα του. Φυσικά, υπάρχουν και τα «τραύματα», τόσο των μαχών όσο και της δύσκολης επανένταξης στην κοινωνία και την οικογένεια.
Οι Αμερικανίδες, δουλεύοντας πυρετωδώς στα εργοστάσια, όχι μόνο χειραφετήθηκαν, αλλά έμαθαν και να ζουν μόνες, απέκτησαν εραστές, ξέχασαν τους άνδρες τους που πολεμούσαν στην Ευρώπη και τον Ειρηνικό. Αυτό είναι και ένα έμμονο μοτίβο του νουάρ, που το εξέτρεψε κάποιες φορές προς ένα μισογυνισμό.
Ο Τζόνι, λοιπόν, ξαναβρίσκει τη γυναίκα του, που έχει οργανώσει πάρτι στο σπίτι τους με εραστή, ενώ έχει γίνει και αλκοολική. Όλο το φιλμ κινείται σαν ένα σκοτεινό όχημα, ένα ταξίδι στη νύχτα, ενώ η αυγή ροδίζει. Όλα ερεθισμένα, παράδοξα, ελαφρά υπερρεαλιστικά, σχεδόν υπνωτισμένα. Ο δρόμος, η νύχτα, η μοίρα και η άλλη γυναίκα (Βερόνικα Λέικ). Η σύμπτωση, η ανατροπή, η ίντριγκα, το νέο βλέμμα.
Η «Γαλάζια ντάλια» είναι ένα φιλμ βουτηγμένο στην αμαρτία, που ταυτόχρονα την απενοχοποιεί. Αυτό το φοβερό ζευγάρι, ο Άλαν Λαντ και η Βερόνικα Λέικ, όχι μόνο δεν καταλάβαιναν τίποτα, αλλά πέθαναν και αλκοολικοί στα 50 τους…
Μια ιστορία βιωματική (;), ένα κρυφό χάπενινγκ και μια νέα πρόταση: Οι κινήσεις της κάμερας είναι βελούδινες, οι γωνίες λήψης περίτεχνες και διακρίνεται ο σκηνοθετικός σεβασμός του Μάρσαλ προς το υλικό του. Δείχνει πως όχι μόνον πιστεύει αυτή τη μυθοπλασία, αλλά «μερακλώνει» μαζί της, ταξιδεύει με τους ήρωές του. Είναι μια ιστορία που αυτή τη φορά θα καταλήξει καλά ως την… άλλη φορά! Σπάνια νουάρ επέδειξε τέτοια γοητεία, τέτοια οργάνωση σκηνών και τέτοια προσοχή στις λεπτομέρειες. Σπάνια ταινία έπαιξε τόσο έξυπνα με την παραίσθηση, με όρους «πραγματικότητας». Μ’ αυτήν τη ματιά είναι μια αλκοολούχος δημιουργία, σαν τους Λαντ και Λέικ.
Τι γίνεται, λοιπόν, όταν την παραίσθηση και την περιστασιακή ευφορία που κομίζει τις ορίσεις ως ζωή; Ποιες είναι οι ηδονιστικές ουσίες που οργανώνουν αυτή την κατάσταση; Ο Μάρσαλ, που δεν ήταν ούτε σκηνοθέτης των νουάρ ούτε νουάρ ο ίδιος (ως χαρακτήρας), προτείνει την οδό του έρωτα και των μυθοπλασιών του σινεμά, αυτά τα ατελείωτα παραμύθια για τα μεγάλα ταξίδια.
Η «Γαλάζια ντάλια» είναι ένα φιλμ που σε όλη τη διάρκειά του έχει πολύ υψηλό πυρετό, καταγράφοντας έτσι το μετά μιας ταραγμένης (από τον πόλεμο) εποχής. Post war film, λοιπόν, αλλά με μια σειρά υποσχέσεων. Παρά την ανατρεπτικότητα του είδους, αυτή η ταινία αναφέρεται σε μια κάθαρση από κάθε είδους αμαρτωλούς και έκλυτους και δείχνει το δρόμο και τον τρόπο που η μεταπολεμική αμερικανική κοινωνία μπορεί να επανενωθεί μετά από το ραντεβού (ανά δύο) κάποιων «ραγισμένων» καρδιών. Όπως καταλαβαίνετε, το φιλμ παίζει με το συντηρητισμό και βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Τελικά, χάρη στη μοναδική οπτική δύναμή του τον υπερβαίνει, αφήνοντας τα ματωμένα ίχνη της ελπίδας και της νέας συμφωνίας, άσχετα αν από πίσω τους το αλκοόλ ρέει άφθονο.
Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου