Ήθελα να γράψω κάτι που να ασχολείται με τη σημερινή κατάσταση και να αποφεύγει τα γραφικά κλισέ γκρίνιας. Να προτείνει μια λύση. Δεν μπορώ. Νιώθω πως είμαι σ’ ένα τέλμα, πως βιώνουμε μια μαζική κοινωνική κατάθλιψη, πως πέφτουμε (ή πηδήξαμε ή μας έχουν πετάξει –δείτε το όπως θέλετε, δεν με νοιάζει) από πολύ ψηλά, δεν γνωρίζουμε το ύψος, είναι βράδυ, δεν βλέπουμε το έδαφος, αλλά ήδη έχουμε αναπτύξει εξωφρενική ταχύτητα και γνωρίζουμε πως στο τέλος θα σκάσουμε σαν καρπούζι. Νιώθω σαν να με βιάζουν κι εγώ περιμένω στωικά, διότι ακόμα και αν πετάξω τον χιμπατζή από πάνω μου, υπάρχει μια ουρά χιλιάδων που περιμένει στη σειρά. Κι εμένα μου έχουν μάθει να σωπαίνω, πως έτσι είναι, πως τίποτα δεν αλλάζει, πως δεν μπορώ να κάνω κάτι, πως “έλα μωρέ, παντού τα ίδια, ας κάνω υπομονή, θα βολευτώ κι εγώ, θα χωθώ σε μια υγρή τρύπα”. Και αηδιάζω. Και απογοητεύομαι.
Και κοιτάζω τριγύρω μου τους τριαντάρηδες και μοιάζουν με κλόουν σε τσίρκο. Ζωγραφισμένο χαμόγελο κι εσωτερική θλίψη, τους πέφτουν τα παντελόνια και σκοντάφτουν συνεχώς. Και κοιτάζω τις τριαντάρες κι έχουν γίνει πιο αντιερωτικές από ποτέ. Αυτά που μου έλεγαν μικρό ότι θα δω στα 30 και δεν το πίστευα, τα λούζομαι τώρα. Μπροστά στο τέλμα ο πανικός εντείνει το πρόβλημα και το ένστικτο επιβίωσης ισχυροποιείται. Ανίκανες να ερωτευτούν ή απαγορεύοντας τον εαυτό τους να το κάνουν, ζητούν βιογραφικά. Στο θάνατο του έρωτα χάνεται και η τελευταία ελπίδα. «Όλα με πρόγραμμα, όλα στο σχέδιο, πρωτοκολλήσαμε τον έρωτα», έλεγε ο Άσιμος.
Κι έτσι το μόνο που μου δίνει μια αίσθηση πλαστής γαλήνης είναι να κοιτάζω τη θάλασσα, αλλά κι αυτή από μακριά, διότι από κοντά έχει ασχημύνει αφόρητα. Κι αφού λύση δεν έχω, ας το βουλώσω να μιλήσουν άλλοι…
Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος