ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΝΑΤΑΣΑ ΠΙΣΤΟΦΙΔΟΥ
Λίγο πριν την επίσημη παρουσίαση του πρώτου της βιβλίου Το κληροδότημα της Ρέας στο βιβλιοπωλείο Κωνσταντινίδης η Θεσσαλονικιά συγγραφέας Νατάσα Πιστοφίδου απάντησε στις ερωτήσεις του φιλμ νουάρ και της Δελίνας Βασιλειάδη.
ΔΕΛΙΝΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ: Καλημέρα κα Πιστοφίδου. Μιλήστε μας για σας.
ΝΑΤΑΣΑ ΠΙΣΤΟΦΙΔΟΥ: Απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου η έξωθεν μαρτυρία της παρουσίας μου στο σπίτι αλλά και στην κοινωνική ζωή αργότερα (σχολείο, νεανικές συναναστροφές, κοινωνική ζωή) ήταν του εύθυμου ατόμου, του εξωστρεφούς και χαρούμενου που σκορπούσε γύρω του θετική ενέργεια. Μα υπήρχε και η άλλη πλευρά που πολύ λίγοι άνθρωποι την ήξεραν. Η πλευρά της συνεχούς εσωτερικής αναζήτησης. Αυτήν την κράτησα επτασφράγιστο μυστικό απ’ τους πολλούς, ίσως σε μια προσπάθεια προστασίας ενός κόσμου δύσκολου μα εξαιρετικά μαγικού, ή ακόμα γιατί πολύ νωρίς κατανόησα ότι αυτό το “ταξίδι” είναι απόλυτα μοναχικό όπως άλλωστε και η ζωή η ίδια. Η ανακούφιση απ’ τις δύσκολες ατραπούς αυτού του μοναχικού μονοπατιού λοιπόν ήταν πάντα η Τέχνη, σε κάθε έκφανση Της.
Αρχικά ο Χορός, μετά η “μετάγγιση” της Ζωγραφικής ταλαντούχων ανθρώπων μέσα απ’ τον χώρο τέχνης που δημιούργησα και πάντα μα πάντα το διάβασμα βιβλίων που στάλαζαν σιγά σιγά μέσα μου το παραπέρα του προφανούς.
[wp_ad_camp_1]
Δ.Β.: Πώς ξεκίνησε αυτό το ταξίδι σας στην τέχνη;
Ν.Π.: Πάντα πίστευα ότι στο μεταξύ των ανθρώπινων σχέσεων διάστημα υπάρχει ένα κενό. Το κενό που μεσολαβεί από την αντίληψη του ενός, στην εμπειρία του άλλου. Στο βιβλίο αυτό που στην πραγματικότητα, όπως κάθε μορφή έκθεσης, είναι κατάθεση ψυχής προσπάθησα να μην βαρύνω τον αναγνώστη με την αγριάδα μιας καθημερινότητας που ο καθένας μας ζει. Μα να περάσω στις λέξεις ότι ένοιωσα, ό,τι παρατήρησα, ό,τι κατανόησα προσπαθώντας να ανατείνω την σκέψη και τις αντίστοιχες αναμνήσεις από δικές του προσωπικές εμπειρίες. Γιατί σε τελική ανάλυση, όλοι διαβαίνουμε το μονοπάτι της ζωής πατώντας σε κοινούς τόπους που διαφοροποιούνται μόνο απ’ τον μεταβολισμό της οπτική τους μέσα απ’ τον χαρακτήρα μας. Όπως σε όλες τις εν εξελίξει σχέσεις λοιπόν σ’ αυτήν την πιο καθαγιασμένη, απ’ την ανταλλαγή ρευστού υλικού σκέψης που ο άνθρωπος και μόνο ευλογήθηκε να ιερουργεί μέσα απ’ τον γραπτό λόγο, θέλησα τον άγραφο τόπο του πριν και του μετά της ύπαρξης των λέξεων πάνω στο χαρτί να τον τυλίξω σε υφάδι, περιμένοντας το στημόνι της ματιάς του άγνωστου «συνομιλητή» μου, για να υφάνει ο καθένας το κομμάτι εκείνο του εαυτού του που θα γαληνέψει το εσώτερο. Γιατί αυτό νομίζω κάνει στο τέλος τα πάντα να αξίζουν. Αν νοιώσω ότι το κατάφερα θα είμαι απέραντα ευτυχής γιατί θα έχω προχωρήσει την αναζήτηση της άυλης αυτής σχέσης, ένα βήμα παρακάτω. Μ’ αυτήν την απαντοχή λοιπόν ξεκίνησα το δύσκολο «ταξίδι» της αφήγησης, υπακούοντας ευάγωγα σε μια βαθιά εσώτερη ανάγκη, έχοντας συντροφιά μου την ασφάλεια της αιθερικής παρουσίας των σεβαστών μου Προγονισσών. Σκυμμένες στον ώμο μου, ψιθύριζαν λόγια αρχέγονα και ιστορίες παλιές που σ’ όλες τις οικογένειες δημιουργούν πορεία. Ιστορίες χαμένες μες τις ομίχλες του Χρόνου, ιστορίες μυθικές μπερδεμένες σαν κλώστινα κουβάρια που διηγούμαι και εγώ στις κατιούσες μου ξετυλίγοντας το παραμύθι της ζωής, για να γίνει η πορεία συνέχεια και να ευλογείται έτσι το Αέναο στο διηνεκές.
Δ.Β.: Μιλήστε μας για το βιβλίο σας.
Ν.Π.: Ήρθε η στιγμή που νοιώθοντας ότι έχω κάτι να πω, έγραψα “Το Κληροδότημα της Ρέας”. Ο τίτλος είναι διφορούμενος. Στην υπόθεση του βιβλίου μπορεί να είναι κληροδότημα στην μικρή Ρέα της ιστορίας του μα μπορεί να είναι και το κληροδότημα της Θεάς Ρέας, μητέρας θεών και ανθρώπων, σε όλους μας. Η υπόθεση του βιβλίου “πατάει” (όπως πάντα άλλωστε) σε πραγματικά γεγονότα με μυθιστορηματικές προεκτάσεις. Μεταφρασμένο στα Αγγλικά (“Rhea’s Legacy”) κυκλοφορεί και από την Amazon.
Δ.Β.: Η τέχνη στην Ελλάδα της κρίσης.
Στην Ελλάδα που οι περισσότεροι πιστεύουν ότι Ποίηση είναι ένα γλυκερό ακαταλαβίστικο συνονθύλευμα λέξεων που απευθύνονται σε τρυφερές ψυχές κι αργόσχολους, και παρανοήσαμε. Στην Ελλάδα που για να φέρουμε πιο κοντά στους πολλούς τον Καβάφη τον “ποστάραμε” στα λεωφορεία, να γίνει Ποίηση η διαδρομή, και τον γελοιοποιήσαμε. Στην Ελλάδα που αφορίσαμε την Ποίηση της λευτεριάς του Καζαντζάκη, γιατί φοβηθήκαμε. Στην Ελλάδα που “σταυρώσαμε” τον Ιόλα και την Ποίηση της ζωής που μας πρόσφερε, και δεν δεχτήκαμε. Στην Ελλάδα που “στείλαμε” έξω την Ντίβα και την Ποίηση της φωνής που “μεγάλωσε”, και ντραπήκαμε. Στην Ελλάδα που ανάλγητα πληγώνει τον Σεφέρη στην μνήμη ενός βραβείου Ποίησης, που δεν αντιληφθήκαμε. Στην Ελλάδα που η Ποίηση της μουσικής του Μάνου μέτρησε μόνο μετά θάνατον, και τότε σεμνυνθήκαμε. Στην Ελλάδα που ΕΙΝΑΙ Ποίηση, αλλά δεν θέλει να το ξέρει!
[wp_ad_camp_1]
Δ.Β.: Ποια είναι τα μελλοντικά σχέδιά σας; Ποια τα όνειρά σας;
Ν.Π.: Θα ήθελα αυτό το πρώτο μου βιβλίο να απαλύνει όσες περισσότερες καρδιές αναγνωστών είναι δυνατόν. Αυτό για μένα είναι βασικό ζητούμενο. Και βέβαια για το μέλλον υπάρχουν στο μυαλό μου άλλα δύο βιβλία που τώρα επεξεργάζομαι με την ελπίδα να καταφέρω να τα καταθέσω σύντομα στην κρίση του κοινού.
Δ.Β.: Η φιλοσοφία σας με λίγα λόγια.
Ν.Π.: Γαλήνη!
Δ.Β.: Σας ευχαριστώ. Καλή επιτυχία!
Δελίνα Βασιλειάδη