Ο ντεντέκτιβ Ντάιαμοντ, ένας έντιμος και ευφυής αστυνόμος, έχει την τελευταία του ευκαιρία να βρει αποδείξεις για την ενοχή και το εγκληματικό ποιόν του ισχυρού γκάγκστερ Μπράουν. Όταν η υπηρεσία του ανακοινώνει πως ο χρόνος και το χρήμα για την έρευνα του υπόπτου τελειώνουν, ο Ντάιμοντ παίζει το τελευταίο του χαρτί και στρέφει την προσοχή του στην όμορφη ερωμένη του βαρόνου της νύχτας.
Ξετυλίγει το νήμα της υπόθεσης από τη σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσει με το κορίτσι και με λίγη τύχη αποκαλύπτει το σκοτεινό μυστικό του κ. Μπράουν, ένα μυστικό που αποτελεί ακλόνητο πειστήριο για την αποκάλυψη της αλήθειας. Και η αλήθεια «φωτίζεται» όχι χωρίς ανατροπές, αλλά, με την δεξιοτεχνία του Φίλιπ Γιόρνταν στο σενάριο. Όλα ξεπροβάλλουν από τις σκιές του φιλμ – νουάρ με εξαιρετική κλιμάκωση στην αγωνία και την αλληλουχία των γεγονότων προς τη λύση των μυστηρίων.
Το «Big Combo» (Αριστοκράτες του Εγκλήματος, 1955) του Τζόσεφ Λιούις απαντάει αδιαμφισβήτητα και με ένταση στο στιλ του νουάρ κινηματογράφου. Το φιλμ οφείλει τα μέγιστα στην φωτογραφία του Τζον Άλτον με το σκοτάδι να επικρατεί στις φιγούρες και τα πρόσωπα και τις σκιές να ενισχύουν το αθέατο, αλλά αισθητό γίγνεσθαι.
Οι τζαζ ήχοι του Ντέιβιντ Ράκσιν δίνουν ρυθμό – συχνά ως αντίστιξη – στο στοίχημα ζωής και θανάτου για την επικράτηση του «καλού» και «ηθικού» απέναντι στο «κακό» και «ανήθικο». Και παρόλο που οι δύο αυτοί αντίθετοι πόλοι κοινωνικής παρατήρησης κάνουν αυτήν την ταινία να ρέπει προς τον μανιχαϊσμό, δε λείπουν οι στιγμές που το κοινωνικό σχόλιο γίνεται μια πιο σύνθετη υπόθεση: το χρήμα ως φετίχ, η γυναίκα ως αγαθό και η εισβολή του δημόσιου στον ιδιωτικό χώρο ως μορφή επιτήρησης είναι κάποια μόνο από τα πεδία συζήτησης που ξεκινά μετά τους τίτλους τέλους.
Μαρία Κυργιαφίνη