Σκηνοθεσία: Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν
Παίζουν: Τομ Χάρντι, Ματ Κινγκ, Αμάντα Μπάρτον, Τζέιμς Λανς
Μεγάλη Βρετανία, 2008
Διάρκεια: 92′
Αξιολόγηση: ****
Συχνά λέμε ότι μια ταινία «κάτι θέλει να πει». Ερμηνεύουμε τι σημαίνει το τάδε ή το δείνα στοιχείο της πλοκής ή η ατάκα ενός ήρωα. Τι μπορεί να σημαίνει όμως ο φωτισμός; Τι μπορεί να σημαίνει μια σκοτεινή μπλε απόχρωση σε μια σκηνή ή μια σεκάνς με κόκκο στην εικόνα; Τι σημαίνει ένα μουσικό κομμάτι που ακούγεται πίσω από τη δράση; Τι μια γρήγορη εναλλαγή πλάνων ή μια μεταβολή στο ρυθμό του μοντάζ; Εν τέλει, μπορεί η αμιγής γλώσσα του κινηματογράφου, μοντάζ, φωτισμοί κλπ., να μεταφραστεί στη ρηματική γλώσσα με την οποία μιλάμε, σκεφτόμαστε και γράφουμε; Αναρωτιέμαι, γιατί η ταινία που σας προτείνουμε αυτή τη βδομάδα, το εξαιρετικό «Bronson» του Δανού Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν που μας έδωσε πρόσφατα το εξίσου εξαιρετικό «Drive», είναι ξεκάθαρα κι απροκάλυπτα μια ταινία «ύφους».
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο στιλ, στην αμιγώς κινηματογραφική διάσταση της ταινίας, ενώ η ιστορία που αφηγείται, καθώς και το λεκτικό κομμάτι, εκείνα τα στοιχεία που παραμένουν ίδια ανεξαρτήτως του μέσου που χρησιμοποιείται, είναι απλά, ενίοτε προσχηματικά και αξιοποιούνται απλώς σαν η απαραίτητη πλατφόρμα πάνω στην οποίο οικοδομείται η σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του δημιουργού. Όχι πως το «Bronson» δεν διαθέτει ένα καλογραμμένο και αρκετά σύνθετο σενάριο. Το αντίθετο, θα λέγαμε. Υπάρχουν σκηνές που παραπέμπουν στην αυστηρή δομή και την απολύτως ζυγισμένη ανθρώπινη αλληλεπίδραση του θεάτρου. Όπως η οξυδερκής τελευταία σκηνή, που θέτει τον Bronson (τον ήρωα που δίνει τον τίτλο στην ταινία) αντιμέτωπο με τον γλοιώδη δάσκαλο ζωγραφικής της φυλακής. Όμως αυτό που είναι τελικά και πάνω απ’ όλα το «Bronson» είναι ένα εξαιρετικά καλοδεμένο κολάζ από διαφορετικά κινηματογραφικά ύφη, αλλά και μια σειρά από εικόνες εμβληματικές, που επιδιώκουν να αρθρώσουν τον δικό τους, μη ρηματικό λόγο, και να σφηνωθούν στο μυαλό του θεατή περισσότερο από οποιοδήποτε στοιχείο του σεναρίου.
Η ιστορία είναι απλή: Ο Bronson είναι ο πιο βίαιος κρατούμενος της Μεγάλης Βρετανίας. Έχει περάσει 34 χρόνια στη φυλακή, τα 30 εξ αυτών στην απομόνωση. Στην ταινία μας αφηγείται ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία της ζωής του. Επέδειξε από μικρός κλίση στη βίαιη συμπεριφορά και, παρότι προέρχονταν από ευπρεπή οικογένεια που τον μεγάλωσε με αρχές, βρέθηκε γρήγορα μπλεγμένος, φυλακίστηκε για απόπειρα ληστείας και έκτοτε δεν ξέμπλεξε ουσιαστικά ποτέ, καθώς η συμπεριφορά του στη φυλακή χαρακτηρίστηκε από πλήρη ανυποταγή στους κανόνες του σωφρονιστικού συστήματος κι από συνεχή βίαιη αντίδραση στους φύλακες.
Απ’ αυτή την ιστορία που δεν διαθέτει στην ουσία καμία σεναριακή ανατροπή και καμία εναλλαγή που να «κρατά» τον θεατή, ο Ρεφν φτιάχνει μια ταινία της οποίας καύσιμη ύλη είναι οι δοκιμές διαφόρων κινηματογραφικών τεχνικών. Αντλώντας από σωρεία αναφορών, ταινίες φυλακής, αστυνομικές, θρίλερ, αλλά και κωμωδία, καμπαρέ, θέατρο, μέχρι και ταινίες κινουμένων σχεδίων στην τρικέζα, και δομώντας όλο αυτό το σύνολο γύρω από μια σειρά εξαιρετικά δυνατές και πλούσιες συμβολισμών εικόνες, όπως αυτή του «Bronson» γυμνού μέσα σε ένα στενό κλουβί σαν κουβούκλιο ασανσέρ, ο Ρεφν κατασκευάζει μια ταινία που θέλγει και σαγηνεύει όσους ξέρουν να εκτιμούν το καλό σινεμά, ρισκάρει όμως να εξοργίσει κάποιους άλλους, οι οποίοι αντιλαμβάνονται το σινεμά σαν ένα μέσο που αρθρώνει έναν κατανοητό και υπεύθυνο λόγο κοινωνικής κριτικής. Δεν το κάνει φυσικά κατά λάθος.
Και μόνο ο κλισέ ισχυρισμός ότι «η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα» (πράγματι ο συγκεκριμένος κρατούμενος είναι υπαρκτό πρόσωπο) προστίθεται για να τσιγκλήσει όσους αντιμετωπίζουν τον κινηματογράφο σαν οπτικοακουστικό ρεπορτάζ, διήγημα ή δοκίμιο, και όχι σαν αυτόνομη τέχνη. Εμείς οι υπόλοιποι απλώς απολαμβάνουμε…
Άγγελος Γιάννου
videodrome-filmnoir.blogspot.com