videodrome - Rampage

videodrome – RAMPAGE του Ούβε Μπολ

Σκηνοθεσία: Ούβε Μπολ
Παίζουν: Μπρένταν Φλέτσερ, Σον Σίπος, Λίντα Μπόιντ
Γερμανία, Καναδάς, 2009
Διάρκεια: 85’

Αξιολόγηση: ***

videodrome - Rampage

Αρκετές φορές φέτος μας έχει απασχολήσει σε αυτή την στήλη η διαφορά κινηματογράφου και τηλεόρασης, κατά πόσο δηλαδή μια ταινία είναι κατάλληλη για τον κινηματογράφο ή αν τελικά είναι «τηλεοπτική», ό,τι κι αν σημαίνει αυτός ο όρος. Φτωχό θέαμα; Μειωμένες εικαστικές και αισθητικές απαιτήσεις; Υπερβολική έμφαση στους διαλόγους και τα πρόσωπα; Αυτό όμως που δεν εξετάσαμε καθόλου ακόμα είναι η διαφορά του κινηματογράφου από το dvd. Σύμφωνοι, μια ταινία δεν είναι τηλεοπτική. Την καθιστά όμως αυτό αυτόματα και κατάλληλη για διανομή στις αίθουσες; Η πλειονότητα των ταινιών που παράγονται στις μέρες μας καταλήγουν κατευθείαν στα ράφια των dvd club. Με ποια ακριβώς κριτήρια; Αφορμή γι’ αυτή την διερώτηση είναι η ταινία που σας προτείνουμε σήμερα, το «Rampage».

Πρόκειται για μια ταινία που, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, δύσκολα θα έβρισκε διέξοδο είτε προς τις αίθουσες (διανεμήθηκε μόνο στη Γερμανία – αν και αγγλόφωνη) είτε προς τα τηλεοπτικά κανάλια (εξαιτίας κυρίως της υπερβολικής και προκλητικά δοσμένης βίας). Τι της απομένει; Το βίντεο. Είναι η χαρακτηριστική «video movie», ένα ιδιαίτερο υβρίδιο με εξαιρετικά ευρεία και ετερόκλητα χαρακτηριστικά, από ταινίες υπερβολικά υψηλής τέχνης (αυτές που αναζητούμε κυρίως απ’ αυτήν εδώ τη στήλη – ασχέτως αν δεν τις βρίσκουμε) μέχρι στεγνή και απροκάλυπτη «εκμετάλλευση», τις διεθνώς αποκαλούμενες «exploitation movies». Στο πεδίο αυτό έχει διαπρέψει μέχρι τώρα ο Γερμανός σκηνοθέτης με το κύρια αγγλόφωνο έργο Ούβε Μπολ, ένας σύγχρονος Εντ Γουντ, κάτοχος μάλιστα διδακτορικού στις λογοτεχνικές σπουδές, ο οποίος έχει καταφέρει να βάλει το όνομά του σε ουκ ολίγες λίστες «χειρότερων σκηνοθετών όλων των εποχών» και να εξασφαλίσει για κάποιες από τις ταινίες του διαφόρων τύπων «χρυσά βατόμουρα».

Αυτή τη φορά ο Μπολ κάνει το… λάθος να τα καταφέρει αρκετά καλά. Με το «Rampage» ισορροπεί μεταξύ εκμετάλλευσης και προβληματισμού με ένα σύντομο και αιχμηρό ταινιάκι που δεν θα μείνει στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, είναι όμως απ’ όλες τις πλευρές επαρκές για μια κατ’ οίκον θέαση. Το θέμα είναι αρκετά κοινό: ένας νέος αποφασίζει να βγει στους δρόμους και να αρχίσει να πυροβολεί αδιακρίτως κόσμο. Γνωστό κοινωνικό πρόβλημα, που αναζωπυρώθηκε μετά τον πρόσφατο σκοτωμό στη Νορβηγία, και προκαλεί ουκ ολίγους καλλιτέχνες να πάρουν θέση, να προβληματίσουν, να αναδείξουν τα αφανή αίτια. Και ο Μπολ επιχειρεί κάτι τέτοιο, παράλληλα όμως δεν εγκαταλείπει (και καλά κάνει) την εκμεταλλευτική κληρονομιά του, σκηνοθετώντας ανερυθρίαστα μια ταινία γεμάτη απολαυστική βία, σκηνοθετημένη από τη σκοπιά του δράστη και αξιοποιώντας τα αισθήματα ισχύος που αυτός νιώθει. Το ανακουφιστικό με τον Μπολ είναι ότι δεν είναι σοβαροφανής. Δεν ισχυρίζεται ότι η ταινία του είναι «βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία» (λες και μπορεί ποτέ μία ταινία να αντανακλά την πραγματικότητα). Ούτε αποκρύπτει τις συγκεκαλυμμένες ηδονικές πτυχές του κινηματογράφου ως ανώδυνου θεάματος όπου μπορούμε να προβάλλουμε τις πιο μύχιες και απαγορευμένες επιθυμίες μας. Ο κινηματογράφος είναι πάνω απ’ όλα διασκέδαση.

Κι όσο για τον προβληματισμό περί κοινωνικών αιτίων; Αρκετοί κριτικοί κατηγόρησαν τον Μπολ ότι αναφέρεται προσχηματικά σε κάποια παγκόσμια προβλήματα όπως ο υπερπληθυσμός ή η μόλυνση του περιβάλλοντος για να συγκαλύψει το γεγονός ότι ο ήρωάς του πολύ απλά δεν έχει επαρκή κίνητρα. Εμείς θα λέγαμε: η αποκάλυψη ακριβώς αυτής της προκλητικής έλλειψης, ιδιαίτερα με την ευφάνταστη ανατροπή του τέλους, είναι που κάνουν αυτή την ταινία πραγματικά έξυπνη. Δείτε την!

Άγγελος Γιάννου