Ξυπόλυτοι μεν, ζωντανοί δε!

Ήταν μια νύχτα πριν την ψηφοφορία στη Βουλή. Σάββατο βράδυ, παγωμένο, με ψιλόβροχο. Παγωμένος και ο μέσα κόσμος. Μουδιασμένος για το τι μέλλει γενέσθαι αύριο. Το παρόν όμως κυλάει με ποικίλες ανάγκες. Αναζητά εικόνες απαλλαγμένες –έστω για λίγο- από τον τρόμο που μας βομβαρδίζει καθημερινά…

Μια τέτοια, διαφορετική, εικόνα φιλοξενούσε η Αποθήκη του Μύλου, το νέο σπίτι του Principal. Ο χώρος ήταν κατάμεστος, ίσως από κοινή ανάγκη να βρεθούμε παρέα γνωστοί και άγνωστοι, να εκτονωθούμε με μουσική και λόγο, κόντρα στη μαυρίλα. Οι Ξυπόλυτοι στο πάλκο, δηλαδή ο Φοίβος Δεληβοριάς και η Μάρθα Φριντζήλα βγήκαν στη σκηνή…τσακωμένοι. Της τραγουδούσε το Γιατί γλυκιά μου κλαις; και εκείνη απαντούσε με λυγμούς! Και αυτή ήταν η πρώτη μόνο από τις εκπλήξεις που ακολούθησαν τις επόμενες τρεις ώρες!

Μας ταξίδεψαν στο ελληνικό τραγούδι με διάθεση παιχνιδιάρικη. Σατίρισαν «ακαταλαβίστικα» τραγούδια (και δικά τους ανάμεσα σ’αυτά που επέλεξαν), ντύθηκαν με περούκες και λαμέ σακάκια για να ερμηνεύσουν τραγούδια των Olympians, «πείραξαν» με εξαιρετικό τρόπο τραγούδια από τον Αττίκ έως τον Ζαγοραίο και το αποκορύφωμα ήταν η στιγμή που η Μάρθα τραγούδησε ως μπαλάντα το Εγώ δεν πάω Μέγαρο, που γνωρίζουμε καλά από τη… Ρίτα Σακελλαρίου!

Μια αίθουσα ολόκληρη γέλασε, συγκινήθηκε, τραγούδησε, χόρεψε, ξαφνιάστηκε ευχάριστα. Το κυριότερο; Ένιωσε ξανά ανθρώπινα, απλά και όμορφα. Και όταν η Μάρθα με τον Φοίβο βγήκαν στη σκηνή για αποχαιρετισμό με τον επίλογο από την Οδό ονείρων του Μάνου Χατζιδάκι, όλα απέκτησαν δυνατό φως, ίσως γιατί πιο πολύ από ποτέ συνειδητοποιεί κανείς τα λόγια: «Αυτή η γειτονιά είναι για όλους μας ένα κλουβί / κανείς δε ζει αληθινά αυτό που θα’θελε να ζει / γιατί το όνειρο είναι μια στιγμή και / όλες οι άλλες οι στιγμές απελπισία / μέσα σ’ αυτό το δρόμο γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε / μαζί με μας και τα όνειρά μας, μαζί με μας και τα παιδιά μας…».

Έρση Μαυρίδου