NOBODY

videodrome – Ο ΚΑΝΕΝΑΣ του Ζακό βαν Ντορμέλ

(MR NOBODY)
Σκηνοθεσία: Ζακό βαν Ντορμέλ
Παίζουν: Τζάρεντ Λίτο, Ντιάνε Κρούγκερ, Σάρα Πόλεϊ, Ρις Άιφανς Βέλγιο/Γαλλία/Γερμανία/Καναδάς, 2009
Διάρκεια: 141’

Αξιολόγηση: ***

NOBODY

Γράφαμε την προηγούμενη εβδομάδα για «μικρές» και «μεγάλες» ταινίες. Ταινίες μικρών και μεγάλων φιλοδοξιών. Ταινίες κατάλληλες για μικρή οθόνη και ταινίες κατάλληλες για μεγάλη οθόνη. Λοιπόν, κάποιες φορές τα όρια είναι δυσδιάκριτα.

Όταν ξεκίνησα να βλέπω τον «Κανένα», την ταινία που σας προτείνουμε αυτήν τη φορά, πίστεψα πως πρόκειται για μια «μικρή» ταινία. Έθιγε σημαντικά ζητήματα, αλλά μ’ έναν κάπως ξώφαλτσο τρόπο, χωρίς εμβάθυνση. Εικαστικά μου φάνηκε διεκπεραιωτική. Για να αλλάξω γνώμη απαιτήθηκαν δυο πράγματα: Πρώτον, να διαπιστώσω κάπου στο εικοσάλεπτο ότι η τηλεόρασή μου κόβει τις άκρες του κάδρου και να αλλάξω τη ρύθμιση από 4:3 σε 16:9. Μπόρεσα έτσι να δω ολόκληρη τη γεωμετρία της εικόνας, να κερδίσω εκείνα τα ζωτικά εκατοστά που αναδεικνύουν πλήρως τη σύνθεση του κάδρου. Δεύτερον, να περάσει πάνω από μια ώρα, μια ώρα και ένα τέταρτο, για να συνειδητοποιήσω ότι η ταινία τραβάει σε μάκρος, έρχεται και επανέρχεται στα ίδια θέματα, επιδεικνύει την επιμονή που χαρακτηρίζει την εμμονοληψία του magnus opus. Γιατί φαντάζομαι πως για τον βέλγο Ζακό βαν Ντορμέλ, σκηνοθέτη που έχει να κάνει ταινία από την εποχή του εξαιρετικού «Όγδοου θαύματος», κάπου πριν από δεκαπέντε χρόνια, αυτό φτιάχτηκε για να είναι το «μεγάλο του έργο». Η πνευματική του παρακαταθήκη. Αν το καταφέρνει είναι αντικείμενο συζήτησης.

Η ταινία ώρες-ώρες δίνει την εντύπωση ενός άψυχου και κάπως πειθαναγκαστικού κολάζ. Άλλες στιγμές, ιδιαίτερα εκεί που ασχολείται με τον απόλυτο έρωτα, απογειώνεται. Και μετά ξαναπροσγειώνεται ανωμάλως. Είναι ένα είδος δοκιμίου επιστημονικής φαντασίας με στοιχεία ρομάντζου, που ξεκινά φέρνοντας στο νου το «Truman Show» και τις πρώτες, προ του Δόγματος ταινίες του φον Τρίερ, συνεχίζει με ολίγο από «Gattaca», φτάνει μέχρι το «Μια γυναίκα εξομολογείται» του Κασσαβέτη, για να αποφασίσει τελικά να κλίνει προς τη «Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» και τις ιστορίες που σκαρώνει ο Τσάρλι Κάουφμαν. Φυσικά οι αναφορές στο σινεμά δεν είναι καθόλου κακό πράγμα, αρκεί να υπάρχει ένα έρμα κι ένα σχόλιο σ’ αυτό στο οποίο αναφέρεσαι, στην περίπτωση αυτή όμως ώρες-ώρες νιώθεις ότι βλέπεις παρωδία γνωστών ταινιών, ενώ από ένα σημείο και μετά αν έχεις δει τη «Συνεκδοχή» ο παραλληλισμός είναι τόσο έντονος και προφανής που δεν μπορείς να σταματήσεις να κάνεις τη σύγκριση, η οποία δεν αποβαίνει πάντα υπέρ του βαν Ντορμαέλ.

Η ταινία είναι επίσης έντονα επηρεασμένη από μια σειρά από σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες, που αναφέρονται στην σχετικότητα των πραγμάτων ανάλογα με τον παρατηρητή, την έντονη επίδραση του τυχαίου στη ζωή μας, αλλά και τον πλήρως ντετερμινιστικό υλισμό που (υποτίθεται πως) κυβερνά όλα τα βιολογικά φαινόμενα, κι επομένως και την ανθρώπινη ζωή. Περισσότερο απ’ όλα όμως η ταινία περιστρέφεται γύρω από την ιδέα της κβαντικής φυσικής ότι ανά πάσα στιγμή υπάρχουν άπειρα παρελθόντα και άπειρα μέλλοντα, τα οποία βρίσκονται σε μια κατάσταση υπέρθεσης και ισχύουν ταυτόχρονα, μέχρις ότου κάποιος παρατηρητής προβεί σε κάποιου είδους μέτρηση ή παρατήρηση του συστήματος, οπότε και αυτό «κατασταλάζει» φαινομενικά σε μια κατάσταση.

Αυτή είναι και η κεντρική ιδέα της ταινίας: ένας γηραιός άνθρωπος προσπαθεί να θυμηθεί το παρελθόν του και ανακατασκευάζει διάφορες εκδοχές του, ανάλογα με τις αποφάσεις που πήρε ή δεν πήρε ή ανάλογα με κάποια τυχαία γεγονότα που συνέβησαν. Σαν το «Τρέξε Λόλα τρέξε» του Τίκβερ με ένα πρόσθετο επιστημονικό υπόβαθρο, δηλαδή.

Εν κατακλείδι η ταινία, παρά την ανομοιογένεια και την υπερπολυπλοκότητά της, βλέπεται με ενδιαφέρον και καταφέρνει μέσα απ’ όλ’ αυτά τα δάνεια να είναι πρωτότυπη και ερεθιστική για το μυαλό. Και συγκινητική κατά διαστήματα. Δεν είναι και λίγο πράγμα…

Άγγελος Γιάννου