Σκηνοθεσία: Όμηρος Ευστρατιάδης
Παίζουν: Παύλος Κοντογιαννίδης, Μιχάλης Μητρούσης, Τόνυ Άντονυ, Μάρκος Λεζές, Ελένη Φιλίνη, Κώστας Βουτσάς
Διάρκεια: 91′
Αξιολόγηση: •
Τα ανέκδοτα είναι η αντανάκλαση της ανάγκης ενός λαού να διασκεδάσει τους πόνους και τα κακώς κείμενα που είναι άμεσα συνδεδεμένα με συνήθειες και πεποιθήσεις. Τα ποντιακά ανέκδοτα που άνθισαν τη δεκαετία του ’80, ως αντανάκλαση των αναγκών της εποχής, συμβόλιζαν το σοσιαλιστικό καθρέφτισμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, όπου ένας ανεξήγητος σοβινισμός αμορφωσιάς κατέδειξε τη χιουμοριστική μετάλλαξή μας σε Ευρωπαίους βλαχορόκ. Το μικροαστικό τους πνεύμα, άμεσα συνδεδεμένο με τις λέξεις «χωρατό» και «καλαμπούρι» εξυπηρέτησε τις ανάγκες μιας εποχής που έχει φύγει ανεπίστρεπτη (ελπίζω). Ποιος ο λόγος να επιστρέψουν λοιπόν οι Πόντιοι και να στρατολογήσουν «αστεία» ντροπιαστικά προς τη μέση αισθητική, που το μόνο που φέρουν από τον Πόντο είναι οι χαμηλές θερμοκρασίες;
Η ιστορία έχει ως εξής: ο Ψωμιάδης με την παλιά του ιδιότητα (αυτή του δημάρχου) προτείνει στον Κοντογιαννίδη να σκηνοθετήσει ένα βιβλίο χωρίς να του δώσει χρήματα. Το σενάριο (από το βιβλίο) έχει ως εξής: ενήλικες προσπαθούν να βρουν κρυμμένο θησαυρό που ως παιδιά είχαν δει να θάβουν κακοποιοί μετά από μακελειό. Στην περιοχή όμως έχει πια χτιστεί ένα μοναστήρι γυναικών στο οποίο δεν έχουν πρόσβαση. Έτσι, θα αναζητήσουν τη βοήθεια μιας καφετζούς για να μπουν μέσα. Εκεί, η Ζωζώ Σαπουjunkie θα περιθάλψει την Τζούλια Ντεζιρέ Αλεξανδράτου (με την ιδιότητα της μετανοημένης τσούλας – θεέ μου συγχώρα με), η οποία θα γίνει με τη σειρά της το αντικείμενο του πόθου κάθε πικραμένου Ποντίου… Και αυτό που μόλις περιέγραψα είναι με πολύ κόπο η σχηματική δομή που γεμίζει από ανούσιες φλυαρίες, σαχλαμάρες, κακογυρισμένα πλάνα, κακοδεμένες λήψεις που χάνουν τον άξονα ή τις φυσικές κινήσεις των ηθοποιών, ενοχλητικά ντιζόλβ που θυμίζουν βιντεοκασέτες, άκομψες διαφημίσεις χορηγούμενων προϊόντων. Επαναλαμβανόμενα δείγματα του αμετροεπέστατου χειρισμού της ανυπόστατης φάρσας που καταλήγει ανέκδοτο παρατεταμένης διάρκειας.
Σαν ανέκδοτο που κάποιος μας έχει προδώσει το τέλος, η εποχή της βιντεοκασέτας έχει περάσει και δεν έχει αφήσει κενά που πρέπει να καλυφθούν. Το σήμερα απαιτεί ανέκδοτα με υπερδύναμους Τσακ Νόρις για να σηκώσουν στην πλάτη τους φόβους και τους προβληματισμούς, κάτι που οι «Πόντιοι» δεν μπορούν να παρέχουν διότι αν και new generation έχουν old fashion spirit σε γερασμένα σώματα – και όπως γνωρίζετε, αν η γριά φοράει μίνι, μοιάζει ακόμα πιο ξεπερασμένη αν όχι και θλιβερή…
Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος