Προς Θεσσαλονικείς ε΄ (+οε΄) επιστολή φαύλου

Αδελφοί,

Με αιφνιδίασε προ ημερών μία λανθάνουσα λειτουργία που έχω ενσωματωμένη εις τον σκληρό δίσκο μου και δεν της έκανα (ακόμη) απεγκατάσταση. Περί της συνειδήσεως ο λόγος, ήτις αφού πρώτα μου υπενθύμισε ότι το πλέον σύντομο ανέκδοτο παραμένει από το 1974 το «Κύπριος αντάρτης», έθεσε τον κορυφαίο επίκαιρο προβληματισμό: «Το πετρέλαιο οδεύει εις τα ύψη φέτος. Υμείς τι προτείνετε να κάψουμε για να ζεσταθούμε;» είπε, αφήνοντάς με να ψάχνω…

Κι έπειτα εδέχθην την επίσκεψη της μνήμης, η οποία θεώρησε σκόπιμο να προσθέσει κάτι ακόμη εις τις γνωστές by Giorgakis παπαριές του τύπου «λεφτά υπάρχουν», «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» και άλλες πασίγνωστες τινές. «Αν ο Κοσκωτάς πήγε φυλακή, είναι γιατί τον κατήγγειλα εγώ» είχε δηλώσει τέτοιας ημέρας προ επταετίας ο αείμνηστος (τον αποκαλώ έτσι διότι καθ’ εμέ έχει αποβιώσει). Κουφαίνοντας τον δύσμοιρο κοσμάκη, αν και η «Ελευθεροτυπία» του έκανε ένα περιποιημένο «λούσιμο» στη συνέχεια. Πού να ξέραμε όμως οι δυστυχείς, τι μας επιφύλασσε η σκληρή μοίρα…

«Και στη δική μας χώρα από την πρώτη στιγμή έτρεξαν κοντά στους καταχτητές τα φιλόδοξα και ιδιοτελή καθάρματα. Έτρεξαν πρώτα-πρώτα οι Τσολάκογλοι, οι Μπάκοι, οι Γκοτζαμάνηδες, οι Καραμάνοι, στρατηγοί, απάτριδες, πολιτικάντηδες, τυχοδιώκτες. Με την πρόφαση να περισώσουν τάχα κάτι από την καταστροφή, μα στην πραγματικότητα για να εξασφαλίσουν αξιώματα, πρωτοκαθεδρίες, φαγοπότια, ρεμούλες για τον εαυτό τους, τους συγγενείς τους και τους φίλους τους, δέχθηκαν να κυλιούνται καθημερινά στη λάσπη της προδοσίας, να κοψομεσιάζονται, να υποβοηθάνε τη λεηλασία και την ερήμωση της χώρας τους και να δίνουνε πρόσχημα νομιμότητας σε όλα τα κακουργήματα των κατακτητών… Ένας υπουργός είχε κάποτε την αναισχυντία να πει σε φίλους του που τον ρώτησαν πώς μένει στην κυβέρνηση, αφού ο λαός πεθαίνει στους δρόμους από την πείνα: – Εγώ έχω το αυτοκίνητό μου. Καλά τρώγω και πίνω. Ο λαός που ήθελε πόλεμο, ας βγάλει τώρα τα μάτια του».

Δημήτρης Γληνός

Θοδωρής Μπακάλης