(THE TIMEKEEPER)
Σκηνοθεσία: Λουί Μπελανζέρ
Παίζουν: Κρεγκ Ολένικ, Στίβεν ΜακΧέιτι, Ρόι Ντουπουά, Γκάρι Φάρμερ
Καναδάς, 2009
Διάρκεια: 90’
Αξιολόγηση: ***
Συνεχίζουμε κι αυτή την εβδομάδα τις αναζητήσεις μας στο πεδίο της αλληγορίας. Υπενθυμίζω ότι ξεκινήσαμε με την εξαιρετική «Υπηρέτρια», μια μελέτη χαρακτήρα από τη Χιλή, η οποία όμως διαπιστώσαμε ότι μπορεί να αναχθεί και σε ένα ευρύτερο πολιτικό πεδίο και να διαβαστεί σαν ένα σχόλιο πάνω στις ταξικές σχέσεις. Καταλήξαμε ότι αλληγορία είναι μια ιστορία που μπορεί να παραπέμπει και σε κάτι άλλο, σε ένα διαφορετικό επίπεδο, πέρα από αυτό στο οποίο εξελίσσεται. Στη συνέχεια καταπιαστήκαμε με το «Δέντρο που ψιθύριζε», μια τρυφερή ανθρώπινη ιστορία για ένα κοριτσάκι που πείθεται πως η ψυχή του πεθαμένου πατέρα της κατοικεί μέσα στο μεγάλο δέντρο της αυλής. Και εκεί διαπιστώσαμε ότι η ιστορία εμπλουτίζεται αν θεωρήσουμε το δέντρο αυτό και την επιρροή που ασκεί πάνω στην οικογένεια σαν ένα σύμβολο του παρελθόντος και της σχέσης που αναπτύσσουμε με αυτό.
Εδώ η αλληγορία δεν είναι τόσο πλήρης, υπό την έννοια ότι δεν αλλάζουμε τελείως επίπεδο, το δέντρο όμως έχει έναν σαφέστατα συμβολικό χαρακτήρα και ανάγεται σε κάτι γενικότερο. Αυτήν τη φορά ταξιδεύουμε στον Καναδά, για να ασχοληθούμε με μια ταινία που αφηγείται μια ιστορία με αρκετά ακραία και δύσκολα πιστευτά συμβάντα, διαλόγους άλλοτε ωμούς και άλλοτε στιλιζαρισμένους, έντονα, αρχέγονα συναισθήματα, στοιχεία με άλλα λόγια, που παραπέμπουν και πάλι σε αλληγορία. Μοιάζει δηλαδή σαν να μην υπάρχει «κορεσμός» του νοήματος (για να χρησιμοποιήσουμε μια έννοια του Ρολάν Μπαρτ), δηλαδή ολοκλήρωσή του, στο επίπεδο της καθαυτό ιστορίας και να απαιτείται κάποιου είδους αναγωγή στη γενικότητα. Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Μάρτιν, ένας νεαρός, που έχοντας απομείνει ορφανός και πένητας, αναζητά δουλειά σε ένα εργοτάξιο που κατασκευάζει μια απόμακρη σιδηρογραμμή στα βάθη των δασών των Βορειοδυτικών Περιοχών. Πρόκειται για ένα περιβάλλον τελείως απομονωμένο, που παραπέμπει σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, με εργάτες εξαθλιωμένους, πολλοί εκ των οποίων μοιάζουν να πάσχουν από διάφορες ψυχικές διαταραχές.
Κυρίαρχη είναι η τυραννική μορφή του «επιστάτη», ο οποίος δεν διστάζει να συμπεριφέρεται βίαια, φτάνοντας μέχρι το σημείο να αποβάλλει από την ομάδα όσους δεν δουλεύουν αρκετά καλά ή διαμαρτύρονται για τις συνθήκες, μετατρέποντάς τους σε «σκουπιδοφάγους», μια παρασιτική ομάδα ανθρώπων που καταλήγουν σε ζωώδη κατάσταση να τρέφονται από τα σκουπίδια των υπολοίπων. Σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, ο Μάρτιν διαπιστώνει ότι ο επιστάτης δηλώνει λιγότερες ώρες εργασίας από τις πραγματικές, με αποτέλεσμα να μειώνονται οι αποδοχές των εργατών. Ολ’ αυτά φέρνουν σύντομα τον Μάρτιν, ο οποίος θεωρεί ως μοναδικό πλούτο και κληρονομιά του το ρητό του πατέρα του ότι «αν ένας άντρας χάσει τα πάντα, μα επιλέξει να πράξει το σωστό, δεν έχει χάσει τίποτα απολύτως», σε πορεία ευθείας σύγκρουσης με τον επιστάτη.
Η ταινία χαρακτηρίζεται από την αναπαράσταση του μεγαλειώδους και ειδυλλιακού φυσικού τοπίου, που έρχεται σε αντίθεση με τους διάφορους αλλόκοτους και εξαθλιωμένους ανθρώπινους τύπους που εποικούν το εργοτάξιο. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ο Μάρτιν καλείται να πάρει μια σειρά από αποφάσεις ηθικής φύσεως, που θα καθορίσουν την προσωπική του μοίρα και θα σημαδέψουν την ακεραιότητά του, τόσο την σωματική όσο και την ηθική. Η σχηματικότητα αυτής της δομής, η μεταφυσική αύρα που αποπνέει η ταινία, καθώς και κάποιοι κάπως ξεκάρφωτοι διάλογοι φιλοσοφικού περιεχομένου μας ωθούν προς την κατεύθυνση αναγωγής της ιστορίας σε κάποιο άλλο επίπεδο.
Δύο είναι οι πιθανότερες αναγνώσεις: η μία είναι η πολιτική. Να δούμε δηλαδή τους εργάτες του εργοταξίου σαν μια μικρογραφία ολόκληρου του παγκόσμιου προλεταριάτου και να στοχαστούμε πάνω στους τρόπους με τους οποίους αυτό κρατιέται αλυσοδεμένο και πώς θα μπορούσε να απελευθερωθεί. Η δεύτερη είναι η μεταφυσική. Το εργοτάξιο είναι τελικά η ίδια η ζωή. Στην οποία κρινόμαστε με βάση τις επιλογές μας. Συχνά δύσκολες, ενίοτε φαινομενικά δυσάρεστες και αντιβαίνουσες στα άμεσα συμφέροντά μας, που όμως θα μας δικαιώσουν τελικά στο επίπεδο της ηθικής. Το εξαιρετικό φινάλε του έργου δένει ιδιαίτερα με μια τέτοια ανάγνωση.
Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να δεχθούμε ότι η ταινία εμπλουτίζεται από δεύτερες, αλληγορικές αναγνώσεις, που την ανάγουν σε κάτι περισσότερο από αυτό που αρχικά φαίνεται να είναι και να την θεωρήσουμε πάνω σ’ αυτή τη βάση άξια της προσοχής σας.
Άγγελος Γιάννου