Συνέντευξη του Γρηγόρη Βαλτινού στο φιλμ νουάρ και τη Δελίνα Βασιλειάδη
Δελίνα Βασιλειάδη: Καλησπέρα σας κ. Βαλτινέ.
Γρηγόρης Βαλτινός: Καλησπέρα.
Δ.Β.: Πρωταγωνιστείτε στην παράσταση «Ω Θεέ μου!» της Ανάτ Γκοβ που ανεβαίνει στο Θέατρο Αριστοτέλειον.
Γ.Β.: Αυτό είναι ένα έργο που μου το έδωσε η Κατερίνα, που της το έδωσε η Λίνα, που της το έδωσε ο Δημήτρης.
Δ.Β.: Η Κατερίνα Διδασκάλου η συμπρωταγωνίστριά σας, η Λίνα Ζαρκαδούλα η σκηνοθέτιδα της παράστασης και ο Δημήτρης Ψαρράς ο μεταφραστής του έργου.
ΓΒ.: Πήγε σκυταλοδρομία. Εγώ είχα δώσει στην Κατερίνα ένα άλλο έργο.
Δ.Β.: Το οποίο θα σκηνοθετούσατε εσείς;
Γ.Β.: Ναι εγώ. Της είχα δώσει ένα άλλο έργο και της λέω «Διάβασε αυτό, να το ανεβάσουμε και να ξεκινήσουμε από τη Θεσσαλονίκη». Ήταν ένα όνειρό μου να ξεκινήσω μια φορά από τη Θεσσαλονίκη. Μου λέει λοιπόν η Κατερίνα «Δες εσύ πρώτα αυτό» και μου δίνει το «Ω Θεέ μου». Και της λέω «Εντάξει, θα κάνουμε το δικό σου». Εγώ δεν έχω τέτοια προβλήματα ή τέτοιου είδους εγωισμούς.
Δ.Β.: Δε σας πείραξε δηλαδή που δε σκηνοθετήσατε.
Γ.Β.: Καθόλου. Μου άρεσε πάρα πολύ. Σκηνοθετώ τριάντα χρόνια, κάθε φορά το βάρος είναι πολύ μεγάλο. Να έχεις όλη την ευθύνη. Η επικοινωνία με τους ηθοποιούς, να τους πείσεις, να παίζεις κι εσύ, να σταματάς την ώρα της πρόβας για να διορθώνεις… Αυτά είναι τα ελαττώματα του να σκηνοθετείς και να παίζεις.
Δ.Β.: Το κάνετε όμως.
Γ.Β.: Το κάνω. Έχω την πετριά. Θέλω να έχω το όλον. Σφαιρικά.
Δ.Β.: Στην παράσταση Ω Θεέ μου, όμως, αφεθήκατε.
Γ.Β.: Αφέθηκα. Στα χέρια της Λίνας.
Δ.Β.: Που είναι εξαιρετική σκηνοθέτιδα.
Γ.Β.: Είναι. Μου ενέπνευσε εμπιστοσύνη. Έχει μεγάλη ευαισθησία, ακούει αυτά που της προτείνουμε. Η παράσταση στηρίχθηκε σε αυτοσχεδιασμούς. Η Λίνα μας πρότεινε και στο τέλος από αυτά που της δείχναμε επέλεγε.
Δ.Β.: Πολύ ωραίο αυτό.
Γ.Β.: Πραγματικά είναι πολύ ωραίο αυτό. Δίνει και μια ελευθερία στον ηθοποιό που γεμίζει την ψυχή του με εικόνες, με τη βιογραφία των ηρώων που αναπαριστά. Γιατί κάθε φορά, σε κάθε αυτοσχεδιασμό κάνεις και κάτι άλλο από τον ήρωα που νομίζεις ότι του ανήκει.
Δ.Β.: Η βιογραφία του ήρωα όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ένα τουλάχιστον πολύπλοκο θέμα.
Γ.Β.: Έχουν γραφτεί πάρα πολλά, πολλές βιογραφίες. Γι’ αυτό ήταν και εύκολο και δύσκολο. Γιατί δεν έχεις να κάνεις με κάποιο συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, ώστε να αναλωθείς στην αναπαράστασή του. Ωστόσο, ο καθένας από μας για τον Θεό του, για τον Θεό που κουβαλάει μέσα του, του δίνει κάποια χαρακτηριστικά. Τα οποία συνήθως τα προσδίδει ο ίδιος ή η μυθολογία του ήρωα και όλης αυτής της υπόθεσης που λέγεται Θεός, θρησκεία, θρησκοληψία, εικονογράφηση… Δεν είναι έτσι; Επηρεαζόμαστε πάρα πολύ από τις εικόνες των Εκκλησιών. Ακόμα κι από τις εικόνες των παιδικών βιβλίων που αναπαριστούν το Θεό στα σύννεφα με τη μακριά γενειάδα και τη χλαμύδα. Όλα αυτά λοιπόν δίνουν κάποια χαρακτηριστικά στον ήρωα. Και πρέπει να είσαι εξαιρετικά προσεκτικός να μην τα τραυματίσεις.
Δ.Β.: Να μην προσβάλλεις και κανένα. Βασικό κι αυτό.
Γ.Β.: Ναι. Το σημαντικό σε αυτή την παράσταση είναι ότι ο Θεός εξανθρωπίζεται, κι εκεί είναι όλη η αλληγορία, το ότι θέλει ουσιαστικά να κάνει μια κριτική στον άνθρωπο. Γιατί ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Και τα αρνητικά στοιχεία που παρουσιάζει η συγγραφέας, η σκηνοθέτιδα και ο ηθοποιός, όλα αυτά τα ελαττώματα, είναι ελαττώματα ανθρώπινα. Κι εκεί έγκειται τελικά και η αλληγορία. Τι μας λέει ουσιαστικά; Μας λέει ότι ο άνθρωπος κατασκεύασε έναν Θεό όπως τον βόλευε. Αυτή την εποχή που ζούμε , ας πούμε, ο Θεός είναι εκδικητής. Φορά μια μαύρη φόρμα, σκεπάζει το πρόσωπό του, παίρνει ένα μαχαίρι και κόβει λαιμούς. Και στο παρελθόν έχει γίνει αυτό. Κι ο Θεός στον Χριστιανισμό ήταν εκδικητής κάποια στιγμή με τις Σταυροφορίες. Γενικά παρουσιάζει αυτή την ανήθικη πλευρά του Θεού –αναφέρεται αυτό μέσα στο έργο- και χρησιμοποιείται ο Θεός ως άλλοθι για τις ανθρώπινες απληστίες, για τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Δ.Β.: Ωστόσο, είναι κι ένα αποκούμπι. Κι αυτό αναφέρεται μέσα στο έργο.
Γ.Β.: Είναι ένα αποκούμπι. Ναι. Για τον καλό άνθρωπο. Και είναι επίσης μια πηγή έμπνευσης και δύναμης. Η θρησκεία έγινε άλλωστε για δυο λόγους. Ο πρώτος ήτανε ένα αποκούμπι, μια παρηγοριά, μια δύναμη, και ο δεύτερος ήτανε για να καταστείλει τα άγρια ανθρώπινα ένστικτα. Γιατί έγινε πριν τη νομοθεσία, πριν την αστυνομία, για να τιθασεύσει τα βίαια ένστικτα, για να υπάρχει φόβος από κάποιον Θεό που θα τιμωρήσει αν δεν είσαι καλός άνθρωπος. Αυτοί οι δυο λόγοι είναι που συντηρούν όλη αυτή τη μυθοπλασία.
Δ.Β.: Εσείς σε τι πιστεύετε;
Γ.Β.: Εγώ πιστεύω σε έναν Θεό ο οποίος έχει μαζέψει, έχει συλλέξει όλα αυτά τα πράγματα που είναι απαραίτητα στον άνθρωπο, η αγάπη, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός στον συνάνθρωπο, η φροντίδα, η μεγάλη προσοχή του να μην κάνεις στον άλλον αυτό που δε θέλεις να σου κάνουνε. Και για εμένα αυτό είναι θρησκεία πια. Και είναι μια καθημερινή υπόθεση. Από το πρωί μέχρι το βράδυ να φροντίσεις να είσαι όλα αυτά. Τότε είσαι κοντά στο Θεό, σε όποιον Θεό κουβαλάς μέσα σου και με όποιες ιδιότητες του έχεις δώσει.
Δ.Β.: Αυτός είναι ο Θεός που φέρετε εσείς στη σκηνή σε αυτό το έργο;
Γ.Β.: Ναι αυτός. Είναι η απόχρωση του δικού μου μαέστρου, γιατί ο κάθε μαέστρος παίζει τη συμφωνία του με τον δικό του τρόπο, κι ο κάθε ενορχηστρωτής προβάλλει συγκεκριμένα πράγματα, αριθμούς, όργανα, χρώματα. Αυτή είναι η δυνατότητα που έχει πια ο ηθοποιός όταν πάρει τη σκυτάλη, να δώσει στο ρόλο και το χαρακτήρα, με τη συμφωνία βέβαια του σκηνοθέτη και με τις προδιαγραφές του συγγραφέα, να δώσει αυτή τη δική του νότα.
Δ.Β.: Γιατί επιλέξατε να ξεκινήσει το έργο από τη Θεσσαλονίκη;
Γ.Β.: Ήτανε μια μεγάλη μου επιθυμία να ξεκινήσω από τη Θεσσαλονίκη, ήταν ένα σχέδιο χρόνων. Θέλω να ξεφεύγω από την πεπατημένη, δε θέλω να είμαι συνέχεια στη μόδα, δε μου αρέσει να ομαδοποιούμαι. Πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος πρέπει να φροντίζει να έχει τη δική του προσωπικότητα, το δικό του χρώμα σε αυτόν τον πολύχρωμο κόσμο. Η συνήθεια ήτανε αναγκαστικά να ερχόμαστε από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη όλοι το Πάσχα, γιατί τότε λήγουν τα συμβόλαια στην Αθήνα. Πάρα πολλές φορές μου έχουν πει δημοσιογράφοι «Όλοι τότε μας θυμάστε». Μα τότε λήγουνε τα συμβόλαια. Δε μπορείς να κλείσεις ένα θέατρο και να έρθεις Θεσσαλονίκη όποτε θέλεις, παρά μόνον κάτω από ειδικές συνθήκες, για παράδειγμα να παίζεις το έργο δεύτερη χρονιά, να βάλεις κάτι άλλο και μετά να φύγεις… Εγώ στο θέατρο όπου συνήθως παίζω, το Ιλίσια, στο οποίο δυστυχώς έχω και την παραγωγή, ανέβασα για δεύτερη χρονιά το Hollywood και γι’ αυτό ακριβώς και μπόρεσα και το έσκασα για να ξεκινήσω από εδώ, από τη Θεσσαλονίκη.
Δ.Β.: Είπατε «…στο θέατρο όπου συνήθως παίζω, το Ιλίσια, στο οποίο δυστυχώς έχω και την παραγωγή…» Δυστυχώς γιατί; Θα σας πάω αλλού τώρα. Θα μου πείτε για το θέατρο σήμερα;
Γ.Β.: Το θέατρο σήμερα. Γιατί είπα «δυστυχώς» για την παραγωγή. Ο Λειβαδάς ο συγχωρεμένος μου έλεγε «Η πιο κουτή επιλογή για έναν άνθρωπο είναι να γίνει θεατρικός επιχειρηματίας». Εγώ δε θα έλεγα ότι έγινα ποτέ επιχειρηματίας. Θα έλεγα ότι πήρα μια στέγη, ένα θέατρο, για να έχω ένα μόνιμο σπίτι –είμαι λίγο αυτής της νοοτροπίας, έτσι έχω συνηθίσει και από τον θεατρικό μου πατέρα, τον Γιώργο Λεμπέση που με είχε στα θέατρά του, το Λαμπέτη, το Αθήναιον, δεκαπέντε χρόνια με τον Βιολιστή και όλα τα άλλα έργα. Έμαθα λοιπόν να έχω το σπίτι μου. Για αυτό το πήρα. Για λόγους συναισθηματικούς. Καλλιτεχνικούς. Πίστευα ότι εκεί θα μπορούσα να στεγάσω τα όνειρά μου, να παίρνω αποφάσεις για τον εαυτό μου. Άσχετα αν, όταν έχεις το θέατρο, αναγκάζεσαι να κάνεις το χατίρι του ταμείου, γιατί αλλιώς στο τέλος θα το χάσεις το θέατρο. Αυτή είναι η πεπονόφλουδα. Παίρνεις το θέατρο για να ανεβάσεις τα έργα που θέλεις και καταλήγεις να ανεβάζεις τα έργα που θέλει το ταμείο.
Δ.Β.: Ανεβάζεις όμως και τα έργα που θέλεις.
Γ.Β.: Ανεβάζεις και τα έργα που θέλεις. Αυτό είναι. Με πολλούς κινδύνους. Μαζεύεις πέντε δεκάρες από το έργο που θέλει το ταμείο και τις δίνεις στο έργο που θέλεις εσύ. Και γίνεται αυτό πάντα. Είσαι μια μέσα, μια έξω. Είναι λίγο καζίνο. Στο τέλος βγαίνεις χαμένος. Είναι τραγικό η Τέχνη να ταυτίζεται με το καζίνο. Τέλος πάντων. Το θέατρο το πήρα όταν άρχισε η γερή κρίση. Πριν πέντε χρόνια. Πριν έξι χρόνια άρχισε η κρίση αλλά τον πρώτο χρόνο λέγαμε όλοι ότι σύντομα θα τελειώσει. Δεν είναι κουτό να πάρεις εν μέσω οικονομικής κρίσης μια επιχείρηση που χρειάζεται να βγάζει το χρόνο πολλές χιλιάδες ευρώ για να μην έχεις τρομερά προβλήματα; Παρόλα αυτά δεν πτοήθηκα. Γιατί έχω πάρει εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες την απόφαση ότι από αυτή τη δουλειά δεν πρόκειται να αποκτήσω χρήματα ή να γίνω πλούσιος. Ίσα ίσα που το θεωρώ ευλογία που καταφέρνω και συντηρούμαι οικονομικά από αυτή τη δουλειά.
Δ.Β.: Και το κάνετε και για την ψυχή σας. Το θέατρο το αγαπούσατε από πάντα.
Γ.Β.: Από πάντα, ναι. Παιδιόθεν. Μα δεν γίνεται να ασχοληθείς με το θέατρο αν δεν το αγαπάς κατ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν το αντέχεις. Το θέατρο, η Τέχνη έχει τρομερές απαιτήσεις. Ο κόσμος βλέπει το αποτέλεσμα. Βλέπει τη λάμψη, το χαμόγελο, το εξώφυλλο ιλουστρασιόν, τη φωτογραφία τη ρετουσαρισμένη, τα ωραία κοστούμια, το τελικό αποτέλεσμα σε ένα σήριαλ, την αγάπη του κόσμου, την επιτυχία.
Δ.Β.: Και όλα αυτά είναι αλήθεια.
Γ.Β.: Όλα αυτά είναι αλήθεια. Όλα αυτά όμως κρύβουνε πίσω τεράστια δουλειά, τεράστια προσπάθεια, καθημερινές εξετάσεις, καθημερινές θυσίες. Πας στο γύρισμα. Πρέπει να βγουν τριάντα σκηνές και πρέπει να βγουν άψογες. Αν βγουν οι είκοσι πέντε σκηνές άψογες και οι πέντε κακές, κάποιος που την ημέρα προβολής του σήριαλ είναι σπίτι του και βλέπει τηλεόραση και σε βλέπει σε αυτές τις πέντε κακές στιγμές, κουρασμένο, αυτό είναι. Εκείνη την ώρα η μετοχή σου στο χρηματιστήριο του θεάματος πέφτει κατακόρυφα.
Δ.Β.: Η Τέχνη εκτός από καζίνο, λοιπόν, είναι και πολύ σκληρή.
Γ.Β.: Έχει και πολλές απαιτήσεις. Θέλει καλλιέργεια, βάθος, μελέτη, φαντασία, ενημέρωση σε όλα, πολιτική, κοινωνία, χιούμορ, γλώσσα, να γνωρίζεις τις επόμενες γενιές, να βλέπεις πού πάει το πράγμα… Αισθητικά, γλωσσικά, εμπορικά. Θέλει ένα συνδυασμό πραγμάτων. Κι επειδή δεν έχουμε μάνατζερ στην Ελλάδα, είμαστε οι μάνατζερ του εαυτού μας και πρέπει να διαλέγουμε σωστά. Κινηματογράφος, θέατρο, τηλεόραση, διαφήμιση. Θέλει να επιλέξεις έναν σωστό συνδυασμό γιατί το ένα μπορεί να είναι εναντίον του άλλου. Μια κακή επιλογή μπορεί να σε καταστρέψει. Για να κάνει κανείς σωστές επιλογές πρέπει να έχει σωστή σφαιρική ενημέρωση. Σε όλα. Πρέπει να έχει ανθρώπους που τον αγαπάνε κοντά του, καλούς συμβούλους που είναι πιο ψύχραιμοι, γιατί ο καλλιτέχνης καμιά φορά πανικοβάλλεται επειδή είναι το πρόσωπο που δρα.
Δ.Β.: Εσείς έχετε καλούς συμβούλους;
Γ.Β.: Έχω, ναι. Έχω. Πάντα είχα. Καμιά φορά ακούς και μια λάθος συμβουλή από έναν φίλο αλλά με την πείρα όταν την επεξεργαστείς καταλαβαίνεις ότι είναι λάθος. Αλλά εγώ εκμεταλλεύομαι ακόμα κι αυτή την κακή συμβουλή. Βλέπω την άλλη τάση. Γιατί ο σύμβουλος δε θα σου δώσει τη λάθος συμβουλή για να σε καταστρέψει. Θα στο πει γιατί βλέπει κάτι άλλο. Γιατί ενδεχομένως δεν αντιλαμβάνεται αυτό που χρειάζεσαι εσύ εκείνη τη στιγμή. Ξέρεις κάτι; Εμείς είμαστε μαραθωνοδρόμοι. Εγώ είμαι σαράντα χρόνια στο θέατρο. Απορώ πως με ανέχεται ο κόσμος. Εγώ θα με είχα βαρεθεί. Χρειάζεται αιφνιδιασμούς, ξαφνιάσματα. Θέλει ποικίλες επιλογές. Την περασμένη χρονιά ανέβασα τρία έργα. Ένα παιδικό μιούζικαλ το 12 παρά 12 του Ευγένιου Τριβυζά, τον Βιολιστή στη στέγη και το Ήρθες και θα μείνεις με τη Ζέττα Μακρυπούλια. Επέλεξα δηλαδή τρία έργα με τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Το έκανα και γιατί μου αρέσανε και για να προσφέρω ποικιλία στο κοινό μου.
Δ.Β.: Τώρα επιλέξατε κάτι εντελώς διαφορετικό. Ένα υπαρξιακό έργο.
Γ.Β.: Ναι. Επέλεξα ένα υπαρξιακό φιλοσοφικό κωμικό σχόλιο πάνω σε όλη την παρουσία του Θεού και του ανθρώπου πάνω στη Γη. Πρέπει να πιστέψουμε πως οι Θεοί είμαστε εμείς και δεν πρέπει να αποδίδουμε όλες τις αδυναμίες μας σε ένα Θεό και να καθησυχαζόμαστε ότι «δε φταίμε εμείς, αυτός μας έφτιαξε έτσι». Πιστεύω πως πρέπει να προσπαθήσουμε να βελτιωθούμε. Ως είδος. Θα ήταν καλό να αναλάβουμε περισσότερο την ευθύνη του εαυτού μας και της ύπαρξής μας. Πιστεύω πως υπάρχει ένα ανώτατο κίνητρο. Θα το έλεγα… Φύση. Σίγουρα όμως και πριν τη Φύση υπάρχει κάτι άλλο. Και πριν απ’ αυτό το κάτι άλλο πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο. Για μένα είναι μια αναζήτηση που ταξιδεύει στο άπειρο. Καμιά φορά προσεύχομαι. Εγώ που μιλώ εγκεφαλικά, επιστημονικά, κάθε φορά που ξεκινά κάτι καινούριο στη ζωή μου είτε είναι κάτι επαγγελματικό, είτε είναι μια καμπή, είτε μια δυσκολία, πηγαίνω σε μια εκκλησία όπου πήγαινα παιδί κι ανάβω ένα κερί. Κάθομαι μπροστά στα εικονίσματα. Σ’ αυτή τη δύναμη, σ’ αυτή την ενέργεια. Σε αυτή την ελπίδα που θέλεις να πάρεις. Και συγκεντρώνομαι. Φροντίζω να πάω κάποια στιγμή που δεν είναι κανένας στην εκκλησία. Θέλω να είμαι εντελώς μόνος μου. Εκεί καταλαβαίνω ότι αυτό το έχει μεγάλη ανάγκη ο άνθρωπος. Νομίζω ότι αυτό είναι ο Θεός. Αυτό πιστεύω.
Δ.Β.: Οπότε το έργο σας αναγκάζει το κοινό να σκεφτεί πάνω σε αυτά τα θέματα; Ποιο είναι το μήνυμα;
Γ.Β.: Ναι, ναι. Από τη μια είναι αυτό και από την άλλη το μήνυμα είναι να αναλάβει ο άνθρωπος τις ευθύνες του. Ο Θεός θέλει και φροντίδα και προστασία για να υπάρξει όπως τον ονειρευόμαστε. Θέλει μια καθημερινή ενασχόληση, εσωτερική, βαθύτερη, έντιμη. Αυτό λέει το έργο.
Δ.Β.: Υπέροχο. Πέστε μας και τι άλλο κάνετε αυτή την περίοδο και ποιο έργο θα κάνετε μετά.
Γ.Β.: Τώρα κάνω στην Κύπρο το σήριαλ τα Δίδυμα Φεγγάρια. Δεύτερος χρόνος. Και μετά θα κάνω τον Ζορμπά. Του Καζαντζάκη.
Δ.Β.: Αυτό ήταν το έργο που θέλατε να κάνετε;
Γ.Β.: Όταν ανέβασα για πρώτη φορά τον Βιολιστή πριν είκοσι και χρόνια, την άλλη μέρα γράψανε οι εφημερίδες «Άντε τώρα και Ζορμπάς». Σιγά σιγά μου το σφηνώσανε στο μυαλό. Δε βιάστηκα. Ήταν να ξαναγίνει πριν από πέντε χρόνια, αλλά δεν τα καταφέραμε, κάτι μεσολάβησε. Και τώρα, επειδή αυτή η σκέψη γυρίζει σα πεταλούδα γύρω μου, νομίζω ότι ήρθε η ώρα του. Κι ήρθε η ώρα να δοκιμάσουμε και κάτι άλλο σε αυτό τον θρύλο, που έχει αναδείξει όλη την Ελλάδα. Λένε Ελλάδα κι εννοούνε Ζορμπά. Ακούν τη μουσική του Θεοδωράκη και φωνάζουνε Zorba Zorba. Είναι φοβερό. Είναι λοιπόν καιρός να ρίξουμε μια ματιά και σε αυτόν τον ήρωα και σ’ αυτή τη θέση που έχει ο Καζαντζάκης γι’ αυτού του είδους θεώρηση της ζωής. Γιατί ο Ζορμπάς μέχρι τώρα είναι ο Έλληνας, ο γλεντζές, ο έξω καρδιά. Αυτό γοήτευσε τον Καζαντζάκη, που παίζει κιόλας στην παράσταση ως ο συγγραφέας. Ο ρόλος που έκανε ο Άλαν Μπέιτς ο Καζαντζάκης είναι, ο οποίος παρατηρεί ενεός, έκπληκτος αυτόν τον ήρωα που είναι τόσο γήινος, τόσο χωμάτινος, τόσο κοντά στην ορμή την ανθρώπινη. Καιρός είναι να του ρίξουμε μια ματιά για να δούμε αν ζει στην εποχή μας, ποιες είναι οι ιδιότητές του και τι ακριβώς πρεσβεύει.
Δ.Β.: Υποθέτω θα ερμηνεύσετε το ρόλο του Ζορμπά.
Γ.Β.: Ναι. Θα δούμε αν τα καταφέρουμε γιατί δεν υπάρχει έργο ακόμα. Δηλαδή θα γίνει τώρα καινούρια διασκευή.
Δ.Β.: Συντελεστές;
Γ.Β.: Η σκηνοθεσία είναι του Σταμάτη Φασουλή. Τη διασκευή θα κάνουν οι Ρέππας-Παπαθανασίου. Είναι δύο παιδιά εξαιρετικά, που νομίζω πως ξέρουν το θέατρο όσο κανένας άλλος από την πλευρά τη συγγραφική. Είναι σπουδαίοι καλλιτέχνες. Τους παραδέχομαι. Και στα αστεία τους και στα σοβαρά τους.
Δ.Β.: Πότε θα ξεκινήσετε;
Γ.Β.: Οι πρόβες θα ξεκινήσουν μετά το Πάσχα. Και οι παραστάσεις αρχές Ιουλίου. Θα πάμε περιοδεία και μετά το έργο θα πάει και χειμώνα. Αν έχουμε επιτυχία.
Δ.Β.: Σας το ευχόμαστε ολόψυχα. Και σας ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτή τη συνέντευξη.
Γ.Β.: Κι εγώ ευχαριστώ.
Δελίνα Βασιλειάδη