Το μανιφέστο της ανειλικρίνειας

Έρχεται ο άλλος και σε ρωτάει «θα έρθεις αύριο;» κι εσύ λες «ναι» και δεν πας. Κι έρχεται η άλλη και σε ρωτάει «θες να κάνουμε αυτό και αυτό;» κι εσύ απαντάς «φυσικά» και δεν το κάνεις. Και μια μέρα λες «αύριο θα σου τηλεφωνήσω», αλλά εξαφανίζεσαι και περνάνε μήνες. Και κάνεις και μια αίτηση για δουλειά και σου λένε «θα σας ενημερώσουμε για την έκβαση», αλλά δεν μαθαίνεις ποτέ τίποτα και ακόμα αναρωτιέσαι. Κι η άλλη σου λέει «θέλω χρόνο να σκεφτώ» και μάλλον εννοεί τρεις χιλιετίες, γιατί δεν θέλει να σε ξαναδεί.

Και μια μέρα σου αναθέτουν μια δουλειά κι εσύ λες «ναι», αλλά ξέρεις ότι δεν μπορείς, ότι δεν θέλεις, ότι δεν έχεις χρόνο κι έχεις χωθεί μέχρι εκεί που δεν πάει, αλλά τώρα πρέπει να χορέψεις, γιατί είσαι αρκούδα. Και μετά κάποιος σε ρωτάει: «μ’ αγαπάς;» και λες «ναι», αλλά λες ψέματα. Και σε κάποια φάση της ζωής σου σε καλούν σε τριάντα διαφορετικές εκδηλώσεις και δεν θέλεις να πας σε καμία, αλλά πας σε όλες. Κι έρχεται και ο καιρός που σου λένε να δουλέψεις λίγο παραπάνω με λίγα λιγότερα λεφτά κι εσύ (ενώ θες να τους ξεριζώσεις το κεφάλι, να το καρφώσεις σ’ ένα παλούκι και να το βάλεις σε κοινή θέα…) λες «ναι». Και μια φορά σου λένε πως πρέπει πρώτα να υποφέρεις για πολλά χρόνια, ώστε μετά να απολαύσεις κάτι κι εσύ δεν θέλεις να υποφέρεις, αλλά λες «ναι». Κι όταν σε ρωτάνε αν είσαι καλά, λες «ναι», αλλά δεν είσαι καθόλου καλά. Κι όταν αυτός σε ρωτάει «τέλειωσες;» λες «ναι» γιατί καλύτερα έτσι. Και αμέτρητες φορές λες «θα τα πούμε οπωσδήποτε» και δεν τα λέτε ποτέ.

Πόσες φορές θα ήθελες να πεις την άλλη λέξη; Πόσες φορές θα ήθελες να την έχεις ακούσει εσύ, αντί να ακούς αμέτρητες κλισέ υπεκφυγές ή απλώς να ανέχεσαι μια αφόρητη σιωπή; Λοιπόν, ξεκίνα εσύ, μπορείς, και πες ένα «όχι» γαμώ το στανιό μου!

Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος