Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
(PARADIES: LIEBE/ PARADISE: LOVE)
Σκηνοθεσία: Ούλριχ Ζάιντλ
Παίζουν: Μαργκαρέτε Τίζελ, Πίτερ Καζούνγκου, Ίνγκε Μάουξ
Διάρκεια: 120’
ΒΑΚΟΥΡΑ 1
Η Τερέζα («Σούγκαρ Μάμα» για τους γηγενείς) καταλύει σε εξωτικό ξενοδοχείο στις παραδεισένιες ακτές της Κένυας μαζί με τις τέσσερις σιτεμένες Αυστριακές φίλες της. Η ίδια έχει, μάλλον, όλα τ’ αρνητικά για την περίσταση: χρήμα, σεξουαλικό υποσιτισμό, συναισθηματική αφυδάτωση. Το ταξίδι της σύντομα μετατρέπεται σε σεξοτουρισμό. Η ίδια, κάτω απ’ το πρίσμα της ανάγκης για επικοινωνία, το μετονομάζει με ονόματα πιο «αθώα», πιο αποδεκτά για τη ράτσα της.
Ο Ούλριχ Ζάιντλ στήνει τον κόσμο του κυνικά, σαρκαστικά, χωρίς εξευγενισμένα φίλτρα. Παράγοντες που καθιστούν την ταινία άμεσα στοχαστική. Στο επίκεντρο όλων τίθενται οι διαπολιτισμικές σχέσεις μεταξύ Αφρικής και της κυρίαρχης Δυτικής Ευρώπης. Η ματιά είναι καθαρά πολιτική. Ακόμα κι αν η σκηνοθετική νεκροτομή δεν λαμβάνει χώρο σε έννοιες και θεσμούς, αλλά στις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές των ατόμων.
Η μεσοαστή Τερέζα είναι πλούσια. Πολύ πλούσια για τους Αφρικανούς. Το χρήμα δεν σημαίνει μονάχα παροντική αγοραστική ισχύ. Υπάρχει μια πιο μακροχρόνια επίδραση. Η παιδεία του χρήματος. Όταν έχεις χρήμα, επιθυμείς. Επιθυμείς πρακτικά, αφού το χρήμα εξασφαλίζει την εκπλήρωση. Η επιθυμία, όμως, ισοδυναμεί με κάποια μορφή βίας. Αφού προϋποθέτει, συνήθως, την «εξαγορά» κάποιου τρίτου. Από τη στιγμή που είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις το χρηματικό αντίτιμο, η επιθυμία νομιμοποιείται. Και αφού οι επιθυμίες νομιμοποιούνται, επιθυμείς πιο έντονα. Πιο λαίμαργα. Πιο αντανακλαστικά. Κι εσύ, δηλαδή αυτός που επιθυμεί, γίνεσαι έρμαιο της αντανακλαστικής διαδικασίας να επιθυμείς. Ακόμα και το πιο παράλογο. Εκούσια γίνεσαι κυριαρχικός, μαλθακός, ιδιότροπος. Υπάρχεις για να βλέπεις τις «χαλασμένες» επιθυμίες σου να εκπληρώνονται.
Από την άλλη, η άλλη πλευρά είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει τα δικαιώματά της. Στην Αφρική ο ήλιος ξεχάστηκε. Δεν φωτίζει. Λεηλατεί. Ο πόνος, η ανέχεια διαγράφονται παντού. Οι άνθρωποι παραχωρούν την αυτονόητη αξιοπρέπεια και ισονομία. Υποτάσσονται στο ρόλο του ασθενούς, ώστε να επωφεληθούν από την πλαστή ευσπλαχνία του ισχυρού. Μια ευσπλαχνία, που τώρα, μόνο στο τώρα, λειτουργεί παυσίπονα. Πλέον, η υποταγή γίνεται βίωμα. Αποκτά χρονικότητα. Το χάσμα ανισοτήτων μεγεθύνεται. Όσο κι αν οι σύγχρονες ανθρωπιστικές αξίες διακηρύσσουν το αντίθετο. Η κυριαρχία του ισχυρού απέναντι σε ‘κείνον που αποδέχτηκε το ρόλο του ανίσχυρου εδραιώνεται.
Αξιολόγηση: **** (4)
Γιώργος Ευθυμίου